Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

 Ένας απλός και άκακος άνθρωπος, βοσκός


Διηγήθηκε ένας από τους Αγίους Πατέρες, την ακόλουθη ιστορία που άκουσε στην έρημο της Θηβαϊδος.
Συνέβηκε κάποτε, και πέρασε από την έρημο ένας μεγάλος πνευματικός, και στην αρετή περιβόητος. Τότε πολλοί από τους Πατέρες έτρεχαν και εξομολογούντο σ'αυτόν. Μεταξύ τους δε πήγε και ένας απλός και άκακος άνθρωπος, βοσκός
στο επάγγελμα, που δεν ήξερε τι θα πει αμαρτία. Μόνη του δε επιθυμία ήταν πως να κερδίσει τον παράδεισο. Ο πνευματικός τότε του είπε να κρατεί τον ίσιο δρόμο, και θα φθάσει στον παράδεισο. Άκακος όπως ήταν, ερμήνευσε κατά γράμμα τα λόγια του πνευματικού, και περπατώντας τρεις μέρες έφτασε σ'ένα μοναστήρι, και είπε στον
ηγούμενο τον πόθο του. Από τα λόγια του ο ηγούμενος εννόησε την απλότητα και ακεραιότητα του, τον δέχτηκε στο μοναστήρι, και αφού τον έκαμε μοναχό, τον έβαλε
να «φιλοκαλή» την Εκκλησίαν, δηλαδή τον έκαμε νεωκόρο.
Μια μέρα, όταν τον επεσκέφτηκε ο Ηγούμενος και τον νουθετούσε τα αναγκαία για την σωτηρία του, πήρε και αυτός θάρρος και τον ρώτησε, ποιός είναι αυτός που
είναι κρεμμασμένος πάνω από το εικονοστάσιο, και είναι συνέχεια νηστικός και διψασμένος, μη γνωρίζωντας ότι είναι ο Δεσπότης Χριστός. Αστεϊζόμενος τότε
ο Ηγούμενος του είπε, πως αυτός ήταν νεωκόρος πρωτύτερα, και επειδή αμελούσε το «διακόνημα» του (υπηρεσία), τον ετιμώρησε να κρέμμεται επάνω στο σταυρό. Ο
απλός τότε δεν είπε τίποτε, το βράδυ όμως σαν πήρε το φαγητό του, αφού έκλεισε την Εκκλησία, άρχισε να παρακαλεί τον κρεμασμένο να κατεβή να φάνε μαζί.
Έβαζε μάλιστα μάρτυρα τον Θεό, πως αν δεν κατέβει ούτε αυτός τρώει. Τότε ο πράος και ταπεινός Κύριος, αυτός που κάθεται στις καρδιές των πραέων, του απάντησε
πως φοβάται να κατέβει, μήπως το μάθει ο Ηγούμενος και τον τιμωρήσει. Ο απλός όμως και πάλι επέμενε, και τότε του φάνηκε πως ο Κρεμασμένος κατέβηκε, και έτρωγαν και συνομιλούσαν μαζί. Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ
(ω της πολλής σου φιλανθρωπίας Χριστέ) και ενώ οι άλλοι μοναχοί άκουαν ομιλίες στο ναό, όταν έμπαιναν μέσα έβλεπαν μόνο τον απλό που τους βεβαίωνε πως ήταν μόνος. Τότε έβαλαν ένα μοναχό, πολύ αγαπητό στον νεωκόρο, ο οποίος κατώρθωσε και έμαθε από τον απλό, πως κάθε βράδυ κατεβαίνει ο φαινόμενος κατάδικος, και συντρώγουν και του υπόσχεται πως γι'αυτο του το δείπνο, θα τον φιλεύση πλουσιοπάροχα στο σπίτι του πατέρα του
Όταν έμαθε ο ηγούμενός αυτά, κάλεσε τον απλό και αφού τον έπεισε να του πει αυτά που συμβαίνουν , τότε του είπε το επόμενο βράδυ να παρακαλέσει τον φαινόμενο, και για τον ηγούμενο και να τον φιλεύση και αυτον στο σπίτι του πατέρα του. Πράγματι ο απλός παρακάλεσε το επόμενο βράδυ για τον ηγούμενο, αλλα πήρε απάντηση πως αυτό δεν γίνεται, και έτσι να μην τον ενοχλεί γιατί ο ηγούμενος δεν είναι άξιος ούτε για τα ψίχουλα που πέφτουν απ'εκείνο το τραπέζι.
Σαν άκουσε το πρωί ο ηγούμενος την απόφαση λυπήθηκε άμετρα, ελπίζοντας όμως στο έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού, με κλάματα παρακαλούσε τον απλό να επιμένει και να βιάζει τον αβίαστο να τον δεχθεί και αυτόν στο ουράνιο τραπέζι. Ο απλός συνέχισε να παρακαλεί το επόμενο βράδυ το Δεσπότη Χριστό, αλλά ο Κύριος του είπε να μην επιμένει γιατί δεν γίνεται. Τότε η άπλαστη εκείνη ψυχή αποκρίνεται και του λέγει: «καλώς λέγεις ότι δεν είναι άξιος ο Ηγούμενος δια την άνωθεν τράπεζα, αλλά δια το ψωμί όπου μας έθρεφε τόσας ημέρας, όπου αν έλειπεν θα απεθάναμεν από την πείναν, καν δια ταύτην την καλωσύνην του δεν τον δέχεσαι;»
Και ο Δεσπότης Χριστός «ας είναι είπε δια την αγάπη σου, και μόνον δια να μη σε λυπήσω, επειδή και τόσην αγάπη και φροντίδα έχεις, και μεριμνάς πολύ δια τον πλησίον σου, ειπέ του λοιπόν να διορθωθή καλώς, και μετά οκτώ ημέρας να έλθητε αμφότεροι εις την ητοιμασμένη χαράν.»
Αφού έμαθε αυτά ο Ηγούμενος χάρηκε, έκαμε την πρέπουσα μετάνοια, και αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, αρρώστησε λίγο, και παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό μετά από οκτώ μέρες. Ο δε απλός εκεί που συνομιλούσε κατά τη συνήθεια με τον αγαπημένο του Δεσπότη, πέταξε η μακαρία του ψυχή και μετέβησαν και οι δύο σ'εκείνη την ευτυχισμένη και ατελεύτητη ζωή, την οποία είθε και εμείς «χάριτι Θεού», να απολαύσουμε.
Αμήν.

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

   Ο ΚΟΠΟΣ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ


15Στην ιερά αυτή Σκήτη, της Αγίας Άννης με πίστη και αφοσίωση, όπως και σ' όλη την περιφέρεια του Αγίου Όρους, έχουν αφιερώσει τη ζωή τους πολλοί ευλαβείς χριστιανοί, από όλα τα μέρη της Ελλάδος, καθώς και από άλλα ακόμη Ορθόδοξα χριστιανικά Κράτη, όπως είναι Ρώσοι, Ρουμάνοι, Σέρβοι και Βούλγαροι και κατά καιρούς έχουν ασκητέψει. Ειδικά στη Σκήτη αυτή της Αγίας Άννης έχουν συνασκητέψει πολλά κατά σάρκα αδέλφια, με αρετή και πνευματική προκοπή... όπως ήταν οι αδελφοί «Καρτσωναίοι» τέσσερα κατά σάρκα αδέλφια και οι τέσσερις πνευματικοί, οι «Λεονταίοι», ό Παπά -Χαράλαμπος με τον Παπα - Θεοδόσιο, ό Γαβριήλ με τον Ιωάννη οί Μυτιληνιοί, πέντε άλλα αδέλφια στην Καλύβα «Αγία Τριάς» και πολλοί άλλοι για τους οποίους ακούσαμε, αλλά δεν αξιωθήκαμε να τους γνωρίσουμε, γι' αυτό και δεν αναφέρονται εδώ με τα ονόματα τους.

Για να στερεωθεί περισσότερο ή πίστη των Πατέρων και αδελφών αυτών και να μένουν μέχρι τέλους της ζωής τους στα βράχια αυτά, με διάφορα σημεία και θαύματα, ό Πανάγαθος Θεός δυνάμωνε και στερέωνε την πίστη και αγάπη τους για τα ιερά και αγιασμένα μέρη αυτά του Αγίου Όρους.

Σε διάφορα σημεία του Αγίου Όρους, συναντάμε στο δρόμο μικρά προσκυνηταράκια, μικρές εικόνες ή σταυρούς, πού το καθένα απ' αυτά έχει την ιστορία του. Γι' αυτά σας παραθέταμε όσα οι Πατέρες προφορικά μας παρέδωκαν:
α) Στη Σκήτη της Αγίας Άννης, από τη θάλασσα ό δρόμος είναι πολύ ανηφορικός και κοπιαστικός.

Οι Πατέρες, κατά την περίοδο του Αυγούστου, ανέβαζαν με την πλάτη το σιτάρι τους και ότι άλλο ήταν απαραίτητο για τροφή και συντήρηση και ανέβαιναν μετά κόπου πολλοί βαρεία φορτωμένοι, γιατί πριν από 50 - 60 χρόνια δεν επιτρεπόταν να έχει κανείς υποζύγια.

Μετά από λίγα χρόνια και μέχρι σήμερα, ή πίστη μας λιγόστεψε, ή φύση μας αδυνάτισε ή στις ανέσεις σιγά - σιγά γυρίσαμε και στις ευκολίες της ζωής; Δεν γνωρίζω ποιο άπ' όλα συντέλεσε να μη συνεχίζεται μέχρι σήμερα εκείνη ή ωραία, αυστηρή, αλλά και πολύ βαριά και δυσβάστακτη Παράδοση, κατά την οποία δεν επετρέπετο ή μεταφορά των αγαθών με υποζύγια, άλλ' ας ίδωμεν την συνέχεια, που με διάφορες θαυματουργικές επεμβάσεις της Κυρίας Θεοτόκου και της θείας Προνοίας δυνάμωνε και ανεζωπυρώνετο ή πίστη και αυταπάρνηση των Πατέρων μας.

Μια μέρα, ένας υποτακτικός νέος. ενώ ανέβαζε το φορτίο με τα τρόφιμα στην πλάτη, από τη θάλασσα, να το πάει στην Καλύβα πού ήταν στη Σκήτη, κουρασμένος κάθισε να ξεκουραστεί λίγο. Τότε ο Σατανάς δεν έχασε καιρό κι άρχισε να τον πειράζει με διάφορους λογισμούς, και να του βάζει στο μυαλό, πώς άδικα κοπιάζει κι ότι οι κόποι αυτοί θα πάνε χαμένοι, γιατί γίνονται για το σώμα κι όχι για την ψυχή και με άλλα παρόμοια του βασάνιζε το νου. Αυτά του φέρανε κάποια απροθυμία και στενοχώρια με ψυχική θλίψη.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσε μια φωνή, πού πληροφορήθηκε πώς ήταν φωνή της Παναγίας, να του λέγει: «Γιατί στενοχωριέσαι και θλίβεσαι παιδί μου; Οί κόποι σου δε θα πάνε χαμένοι, ό ιδρώτας πού χύνεις με τόση προθυμία να ανεβαίνεις αυτόν τον δύσκολο ανήφορο και να πηγαίνεις με τη πλάτη το φορτίο σου πάνω στη Σκήτη και συ και όλοι οι αδελφοί πού κάνουν αυτό τον κόπο, ό Υιός και Θεός μας, ό Δεσπότης Χριστός, θα το δεχθεί σαν αίμα μαρτυρικό και αυτά πού άκουσες να τα ειπείς σ' όλους τους αδελφούς να ανεβάζουν αγόγγυστα το φορτίο τους και θα έχουν μισθό αιώνιο».

Ό Μοναχός ενθουσιασμένος από την πληροφορία αυτή της Παναγίας, γεμάτος χαρά πήγε στο Κυριάκο και όλα αυτά είπε στους Πατέρες, οι όποιοι με χαρά και προθυμία ανέβαζαν τα φορτία τους στην πλάτη από τη θάλασσα.

Εις ανάμνηση του θαύματος αυτού, οι πατέρες, στο σημείο εκείνο πού ακούστηκε ή φωνή, έστησαν το προσκυνητάρι στο οποίο έβαλαν την εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου και την ευχαρίστησαν πού τους έδειξε με τον τρόπο αυτόν ότι αναγνωρίζονται και πληρώνονται οι κόποι των Μοναχών και κάθε ανθρώπου, πού για την αγάπη του Υιού και Θεού Της υπομένουν.

Τελευταίως, ό Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, κατέγραψε το ιστορικό αυτό γεγονός επί του ιερού Προσκυνηταρίου της Αγίας Άννης.  

   ΟΤΑΝ Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΣΤΑ ΚΑΡΟΥΛΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΟΝ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗ


Τελείωνε πια το προσκύνημά μας. Τις παραμονές του μισεμού πήρα τον ανήφορο μοναχός, ν’ ανέβω στ’ άγρια ησυχαστήρια, ανάμεσα στους βράχους αψηλά απάνω από τη θάλασσα, στα Καρούλια.

Τρυπωμένοι μέσα σε σπηλιές, ζουν εκεί και προσεύχουνται για τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά από τον άλλο, για να μην έχουν και την παρηγοριά να βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι, οι πιο άγιοι ασκητές του Αγίου Όρους.


Ένα καλαθάκι έχουν κρεμασμένο στη θάλασσα, κι οι βάρκες που τυχαίνει κάποτε να περνούν ζυγώνουν και ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ελιές, ότι έχουν, για να μην αφήσουν τους ασκητές να πεθάνουν της πείνας.

Πολλοί από τους άγριους αυτούς ασκητές τρελαίνουνται. Θαρρούν πώς έκαμαν φτερά, πετούν απάνω από τον γκρεμό και γκρεμίζουνται…. Κάτω ο γιαλός είναι γεμάτος κόκκαλα.Ανάμεσα στους ερημίτες τούτους ζούσε τα χρόνια εκείνα, ξακουστός για την αγιοσύνη του, ο Μακάριος ο Σπηλαιώτης.

Αυτόν κίνησα να δω. Από τη στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ.

Όχι τα κρίματά μου, δεν πίστευα να χα κάμει ως τότε πολλά, όχι τα κρίματά μου παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ’ έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Έφτασα κατά το μεσημέρι στ’ ασκηταριά.


Τρύπες μαύρες στον γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε από μια σπηλιά, τρόμαξα.

Σα να χε φτάσει κιόλας η Δευτέρα Παρουσία και ξεπρόβαλε ο σκελετός αυτός από τη γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει να ντυθεί όλες τις σάρκες του.

Φόβος κι αηδία με κυρίεψε, και συνάμα κρυφός ανομολόγητος θαμασμός.

Δεν τόλμησα να τον ζυγώσω, τον ρώτησα από μακριά. Άπλωσε το ξεραμένο μπράτσο, αμίλητος, και μου δείξε μια μαύρη σπηλιά αψηλά στα χείλια του γκρεμού.

Πήρα ν’ ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τα αγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Έσκυψα να δω μέσα. Μυρωδιά χωματίλα και λιβάνι, σκοτάδι βαθύ. Σιγά-σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σε μια σκισμάδα του βράχου, τίποτα άλλο.

Έκαμα να φωνάξω, μα η σιωπή μέσα στο σκοτάδι ετούτο μου φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν τόλμησα. Σαν αμαρτία, σαν ιεροσυλία μου φάνηκε εδω η φωνή του ανθρώπου.

Είχαν πια συνηθίσει τα μάτια μου στο σκοτάδι, κι ως τα γούρλωνα και κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός, ένα πρόσωπο χλωμό, δυό χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά ξεπνεμένη φωνή:

– Καλώς τον!

Έκαμα κουράγιο, μπήκα στη σπηλιά, προχώρησα κατά τη φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, είχε σηκώσει το κεφάλι ο ασκητής, και διέκρινα στο μεσόφωτο το πρόσωπό του άτριχο, φαγωμένο από τις αγρύπνιες και την πείνα, με αδειανούς βολβούς, να γυαλίζει βυθισμένο σε ανείπωτη μακαριότητα. Τα μαλλιά του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι του σαν κρανίο.

– Ευλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα να του φιλήσω το κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ώρα σωπαίναμε.

Κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη που είχε εξαφανίσει το κορμί της, αυτό βάραινε τις φτερούγες της και δεν την άφηνε ν’ ανέβει στον ουρανό.

Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει.

Κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τα χε φάει.

Δεν ήξερα τι να πω, από που ν’ αρχίσω.

Σαν ένα στρατόπεδο ύστερα από φοβερή σφαγή μου φάνταζε το σαράβαλο κορμί μπροστά μου. Ξέκρινα απάνω του τις νυχιές και τις δαγκωματιές του Πειρασμού.

Αποκότησα τέλος:

– Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.

- Όχι πια, παιδί μου.Τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου. Δεν έχει δύναμη. Παλεύω με το Θεό.

– Με το Θεό ! έκαμα ξαφνιασμένος κι ελπίζεις να νικήσεις;

–Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου. Μου απόμειναν ακόμα τα κόκαλα. Αυτά αντιστέκουνται.

– Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου. Θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;

– Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.

– Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.

– Ένας μονάχα δρόμος.

– Πώς τον λέν;

– Ανήφορο. Ν’ ανεβαίνεις ένα σκαλί. Από το χορτασμό στην πείνα, από τον ξεδιψασμό στη δίψα, από Τη Χαρά Στον Πόνο. Στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος διάλεξε.

– Είμαι ακόμα νέος. Καλή ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω. Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατό μου, με σκούντηξε:

- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει o Χάρος.


Ανατρίχιασα.

– Είμαι νέος, ξανάπα για να κάμω κουράγιο.

- Ο Χάρος αγαπάει τους νέους. Η Κόλαση αγαπάει τους νέους. Η ζωή ναι ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου, ξύπνα!

Σώπασε μια στιγμή, και σε λίγο:

– Είσαι έτοιμος; μου κάνει.

Αγανάχτηση με κυρίεψε και πείσμα.

– Όχι! φώναξα.

– Αυθάδεια της νιότης! Το λες και καυχιέσαι, μη φωνάζεις. Δε φοβάσαι;

– Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε φοβάσαι;

Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει να φτάσεις στην κορφή της σκάλας, φάνηκε! πόρτα της Παράδεισος. Μα θ’ ανοίξει η πόρτα αυτή να μπεις; Θ’ ανοίξει; είσαι σίγουρος;

Δύο δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του. Αναστέναξε. Και σε λίγο:

- Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου.

– Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή λοιπόν μπορεί να συχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης.

– Αλοίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού. Η κακία τότε κι η αρετή θα μπαίναν αγκαλιασμένες στην Παράδεισο.

– Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, η καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;

Κι ως το πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιος ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πώς θα ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Ασωτος Υιός, ο Σατανάς, θ’ ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ’ ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες» θα του πει «καλώς ήρθες, γιε μου.

Συχώρεσε με που σε τυράννησα τόσο πολύ!».

Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου.

Πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω.

– Έχω ακουστά, γέροντά μου, πώς ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιός, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο.


Άκουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε:

«Τί έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε. «Δεν είσαι ευτυχής;

Πώς να μαι ευτυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ο άγιος. Στη μέση μέση της Παράδεισος ένα σιντριβάνι και κλαίει.

Τί συντριβάνι;

Τα δάκρυα των κολασμένων.

Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν.

– Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη.

Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!

Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα:

– Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.

Άγγιξα το γόνατό του που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο. Το χέρι μου πάγωσε.

– Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο Πειρασμός. Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης θέλω, μα δεν μπορώ.

– Αλίμονο σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε.

Το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει.

Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση;

Όταν στράφηκε στο Θεό κι είπε:

Εγώ. Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ’ το καλά στo νου σου:

– Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ.

Το εγώ, ανάθεμά το!

Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:

– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.

– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε… από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυό, υπήρχε ένα. Το Ένα, ο Ένας. Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος. Από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει. Βλογημένος ο θάνατος! τί ναι ο θάνατος, θαρρείς;Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.

Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν.

Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.

– Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;

– Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε είμαι ευτυχής, παιδί μου.

Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γροικώ τα πέταλα του μουλαριού, γροικώ το Χάρο να ζυγώνει.

Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής. Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς.

Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε o Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού.

Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι o Εωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ασκωσε ο γέροντας το κεφάλι.

– Φεύγεις; έκαμε άε στο καλό. Ο Θεός μαζί σου.

Και σε λίγο, περιπαιχτικά:

– Χαιρετίσματα στον κόσμο.

– Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

   Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ


.Που πηγαίνει η ψυχή του ανθρώπου μετά το θάνατό του;

Η εξέταση που δέχεται από τα πονηρά πνεύματα.

Διηγήθηκε ο αββάς Μακάριος ότι, περπατώντας κάποτε στην έρημο, βρήκε πεσμένο στο χώμα το κρανίο ενός νεκρού. και καθώς το σκούντησε με το φοινικένιο ραβδί του, άκουσε φωνή άπ’ αυτό. το ρώτησε: Ποιος είσαι συ;

Εγώ, αποκρίθηκε το κρανίο, ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών πού έμεναν σ’ αυτόν τον τόπο.

Κι εσύ είσαι ο πνευματοφόρος Μακάριος. Μάθε λοιπόν ότι οποιαδήποτε ώρα σπλαχνιστείς όσους βρίσκονται στην κόλαση και προσευχηθείς γι’ αυτούς, παρηγορούνται λίγο.

Ποία είναι ή παρηγοριά και ποία ή κόλαση; ρώτησε ο γέροντας. Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, απάντησε το κρανίο, τόσο είναι το βάθος της φωτιάς πού βρίσκεται από κάτω μας σ’ αυτή τη φωτιά είμαστε χωμένοι από τα πόδια μέχρι το κεφάλι μας.

Και δεν μπορεί κανείς με το πρόσωπό του ν’ αντικρίσει το πρόσωπο του αλλού, γιατί οι ράχες μας είναι κολλημένες μεταξύ τους. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι για μας, βλέπει λιγάκι ο ένας το πρόσωπο του αλλού. Αυτή είναι ή παρηγοριά.

Μόλις άκουσε αυτά ο γέροντας, αναστέναξε βαθιά και είπε:

Αλίμονο στη μέρα πού γεννήθηκε ο άνθρωπος ο αμαρτωλός.

Καλύτερα θα ήταν να μην είχε γεννηθεί, όπως είπε και για τον ‘Ιούδα ο Κύριος (Ματθ. 26:24).
Ύστερα στράφηκε προς το κρανίο:

- Υπάρχει άλλο χειρότερο βάσανο; – Κάτω από μας υπάρχει μεγαλύτερη κόλαση. – και ποιοι βρίσκονται εκεί;
- Εμείς, είπε το κρανίο, μιας και δεν γνωρίσαμε το Θεό, ελεούμαστε έστω και λίγο. Αυτοί όμως πού γνώρισαν το Θεό και μετά τον αρνήθηκαν και δεν έκαναν το θέλημά Του, αυτοί βρίσκονται κάτω από μας και κολάζονται χειρότερα. Πήρε λοιπόν ο γέροντας το κρανίο, το έχωσε στο χώμα και προχώρησε.

Έλεγε ο μακάριος Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος.

Πόσο φόβο και τρόμο και βία δοκιμάζει ή ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα! Γιατί καταφτάνουν σ’ αυτήν τότε όλοι οι άρχοντες και οι εξουσιαστές τού σκοτεινού κόσμου και της παρουσία ζουν όσα αμαρτήματα έκανε – συνειδητά ή από άγνοια – από τη γέννησή της μέχρι την τελευταία εκείνη στιγμή πού φεύγει από το σώμα.

Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν με δριμύτητα.

Αντιμέτωπες σ’ αυτούς όμως στέκονται και οι άγιες δυνάμεις, αντιπροτείνοντας τα καλά έργα πού τυχόν έκανε ή ψυχή. Σ’ αυτή τη μεγάλη στενοχώρια, μπροστά σ’ ένα τέτοιο αδέκαστο κριτήριο και σε μία τόσο φοβερή εξέταση, φαντάζεσαι τι τρόμο και αγωνία θα έχει ή ψυχή; δεν μπορεί λόγος να διηγηθεί ή νούς να συλλάβει το φόβο εκείνο της ψυχής, ώσπου να τελειώσει ή δίκη και να βγει ή απόφαση από τον δίκαιο Κριτή. Κι αν μεν της δοθεί ελευθερία, αμέσως οι εχθροί ντροπιάζονται και η ψυχή αρπάζεται απ’ αυτούς και χωρίς κανένα εμπόδιο οδηγείται και τοποθετείται στην ανεκλάλητη εκείνη χαρά και δόξα. Αν όμως έζησε με αμέλεια και δεν κριθεί άξια για την ελευθερία, θ’ ακούσει τη φρικτή εκείνη φωνή: «Αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξα Κυρίου» «Ης. 26:10). Τότε αρχίζει γι’ αυτήν η ημέρα της οργής, της θλίψεως και της ατέλειωτης οδύνης. Παραδίνεται στό σκότος το εξώτερο, βυθίζεται στον Άδη, καταδικάζεται στην αιώνια φωτιά, όπου θα κολάζεται στους απέραντους αιώνες. που είναι τότε οι κοσμικές επιδείξεις και οι κομπασμοί; που η κενοδοξία και η καλοπέραση και η απόλαυση της μάταιης και ακατάστατης αυτής ζωής; που είναι τα χρήματα; που η σπουδαία καταγωγή; που ο πατέρας ή η μητέρα ή οι αδελφοί ή οι φίλοι;
Ποιος απ’ αυτούς θα μπορέσει να γλιτώσει την ψυχή πού κατακαίγεται στη φωτιά και δεινοπαθεί από τόσες απερίγραπτες τιμωρίες;

Από το βίο του αγίου Αντωνίου

Κάποια μέρα, στις τρεις το απόγευμα, ο άγιος Αντώνιος ετοιμαζόταν να φάει. Καθώς σηκώθηκε να προσευχηθεί, ένιωσε τον εαυτό του ν’ αρπάζεται νοερά. Και το περίεργο είναι ότι, ενώ στεκόταν, έβλεπε την ψυχή του σαν να έχει βγει από το σώμα και να οδηγείται από κάποιους στον αέρα. Έπειτα έβλεπε άλλους, φοβερούς και μοχθηρούς, να στέκονται στον αέρα και να θέλουν να εμποδίσουν τη διάβασή του. Εκείνοι όμως πού τον οδηγούσαν αντιδικούσαν μ’ αυτούς πού ζητούσαν λόγο, μήπως ήταν υπεύθυνη απέναντί τους για κάτι. Και ενώ ήθελαν να κάνουν έλεγχο της ζωής του από τον καιρό πού γεννήθηκε, οι οδηγοί του αγίου Αντώνιου τους εμπόδιζαν, λέγοντας:

Ο Κύριος του έσβησε όλες τις αμαρτίες από τη γέννησή του.
Μπορείτε να λογαριάσετε μόνο όσα έπραξε αφότου έγινε μοναχός και αφιερώθηκε στό Θεό. Τότε, επειδή τον κατηγορούσαν χωρίς να μπορούν ν’ αποδείξουν τις κατηγορίες, ο δρόμος του έγινε ελεύθερος και ανεμπόδιστος. Και αμέσως είδε την ψυχή του να επιστρέφει, κι ένιωσε να συνέρχεται και να γίνεται πάλι ο Αντώνιος, όπως ήταν πρώτα. Ξέχασε τότε να φάει και πέρασε την υπόλοιπη μέρα κι όλη τη νύχτα με στεναγμούς και προσευχές. Έμενε εκστατικός, καθώς αναλογιζόταν με πόσους έχουμε να παλέψουμε και με τι κόπους πρέπει κανείς να περάσει την εναέρια διάβαση (ώσπου να φτάσει στον ουρανό). Και σκεφτόταν ότι αυτό εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έλεγε, «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος» (Έφ. 2:2). Γιατί η εξουσία του εχθρού αυτή είναι να πολεμάει και να προσπαθεί να εμποδίσει όσους περνούν από τον εναέριο αυτό δρόμο. Συμβούλευε λοιπόν συνεχώς: “Φορέστε την πανοπλία του Θεού, για να μπορέσετε ν’ αντισταθείτε την πονηρή μέρα, ώστε να καταντροπιαστεί ο εχθρός, αφού δεν θα έχει να πει κανένα κακό εναντίον μας” (Έφ. 6:13. τι τ. 2:8).
Κάποτε άλλοτε, συζήτησε με μερικούς επισκέπτες για την πορεία της ψυχής και για τον τόπο πού της έχει ετοιμαστεί μετά τη ζωή αυτή.

Την ίδια νύχτα κάποιος τον προσκάλεσε από ψηλά και του είπε:
- Σήκω, Αντώνιε. Βγές έξω και δες.
Σαν βγήκε λοιπόν έξω – γιατί γνώριζε σε ποίους πρέπει να υπακούει – και σήκωσε το βλέμμα του, είδε κάποιον ψηλό, απαίσιο και φοβερό, να στέκεται όρθιος και να φτάνει μέχρι τα σύννεφα. Και καθώς κάποιοι ανέβαιναν, λες και είχαν φτερά, εκείνος άπλωνε τα χέρια του και τους εμπόδιζε να περάσουν. Μερικοί όμως με το πέταγμά τους τον ξεπερνούσαν και ανέβαιναν ανενόχλητοι.
Γι’ αυτούς λοιπόν έτριζε τα δόντια του εκείνος ο ψηλός, ενώ χαιρόταν για όσους γκρεμίζονταν και αμέσως ακούστηκε μία φωνή να λέει στον Αντώνιο:
- Προσπάθησε να καταλάβεις αυτό πού βλέπεις.

Φωτίστηκε τότε ο νους του και κατάλαβε ότι το δράμα ήταν το πέρασμα των ψυχών στον ουρανό και ότι ο ψηλός εκείνος πού στεκόταν ήταν ο διάβολος, πού φθονεί τούς πιστούς. Αυτός κρατούσε και εμπόδιζε να περάσουν όσους ήταν δούλοι του, ενώ όσους δεν τον ακολούθησαν σ’ αυτή τη ζωή δεν μπορούσε να τούς πιάσει, γιατί περνούσαν ψηλότερα απ’ αυτόν.

Του αββά Ισαάκ

Ο Σωτήρας ονομάζει «πολλάς μονάς Του Πατρός» (πρβλ. Ιω. 14:2) τις πνευματικές βαθμίδες αυτών πού κατοικούν σ’ εκείνη τη χώρα, δηλαδή τις ποικιλίες (των πνευματικών χαρισμάτων) πού απολαμβάνει ο νους τους. Με τη φράση «πολλάς μονάς» (ο Κύριος) μίλησε όχι για τη διαφορά των τόπων, αλλά για την τάξη των χαρισμάτων. Και όπως ο καθένας απολαμβάνει τον αισθητό ήλιο ανάλογα με την καθαρότητα πού έχει ή οπτική του δύναμη και αντίληψη, (και όπως από ένα λυχνάρι πού φέγγει σ’ ένα σπίτι ή λάμψη φαίνεται διαφορετική στον καθένα) χωρίς το φως να μοιράζεται σε πολλές λάμψεις, έτσι και στον μέλλοντα αιώνα. όλοι οι δίκαιοι θα μένουν μαζί σ’ έναν τόπο, αλλά ο καθένας θα φωτίζεται και θα ευφραίνεται από τον νοητό Ήλιο, ανάλογα με την αξία και τα μέτρα της δικής του καθαρότητας.

Του αγίου Γρηγορίου Του Διαλόγου

Όταν έφτασε ο καιρός πού ο όσιος Βενέδικτος θα έφευγε απ’ αυτή τη ζωή και θα πήγαινε στό θεό, πρόβλεψε ο ίδιος τη μέρα του θανάτου του και την ανήγγειλε στους μαθητές του πού ζούσαν μαζί του και σ’ εκείνους πού έμεναν μακριά. Στους τελευταίους μάλιστα φανέρωσε πώς, με κάποιο σημείο πού θα γινόταν, θα μάθαιναν ότι ή ψυχή του έβγαινε από το σώμα. Έξι μέρες λοιπόν πριν από την κοίμησή του πρόσταξε να του ανοίξουν το μνήμα. Αμέσως τον έπιασε πολύ υψηλός πυρετός, πού του έψηνε κυριολεκτικά το σώμα. Την έκτη μέρα έβαλε τούς μαθητές του να τον μεταφέρουν στο ναό. Εκεί κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια και, ενώ υποβασταζόταν από τούς μαθητές του, στάθηκε όρθιος, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι έτσι, με υψωμένο βλέμμα και με λόγια προσευχής, παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του. Την ίδια στιγμή σε δύο αδελφούς, έναν πού έμενε στο μοναστήρι κι έναν άλλο πού κατοικούσε μακριά, εμφανίστηκε το ίδιο όραμα: Είδαν και οι δύο τους ένα θαυμαστό δρόμο, πού εκτεινόταν από το κελί του όσίου προς την ανατολή μέχρι τον ουρανό, όλον στρωμένο με λαμπρά ρούχα και μεταξωτά. Υπέροχοι άνδρες, κρατώντας λαμπάδες στα χέρια, ανέβαιναν αργά-αργά και με τάξη. Κοντά τους έστεκε κάποιος άλλος- λευκοφορεμένος άνδρας πού αστραποβολούσε. Αυτός ρώτησε τούς δύο αδελφούς:
Γνωρίζετε τίνος είναι τούτος ο δρόμος πού τον κοιτάτε με τόσο θαυμασμό;
Δεν γνωρίζουμε, απάντησαν οι αδελφοί.

Αυτός, τούς είπε εκείνος, είναι ο δρόμος από τον όποίο ανεβαίνει στον ουρανό ο αγαπημένος του Θεού Βενέδικτος.

Μόλις συνήλθαν και οι δύο τους από το όραμα, κατάλαβαν ότι άγιος είχε τελειώσει.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013


Tην σκότωσε ο πατέρας της με αργό θάνατο γιατί ήθελε να ζει                                         ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ
 

Tην σκότωσε ο πατέρας της με αργό θάνατο γιατί ήθελε να ζει χριστιανικά facebook share
Πολλές φορές τυχαίνει όλοι μας να αναρωτηθούμε, “υπάρχουν άραγε Αγιοι στην σύγχρονη εποχή;”. Η απάντηση είναι μία. Άγιοι του Θεού θα αναδεικνύονται πάντα και για πάντα.
 Η ύπαρξή τους είναι συνυφασμένη με την ζωοποιό ύπαρξη του 3ου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Του Αγίου Πνεύματος. Εφόσον λοιπόν το Άγιο Πνεύμα του Θεού ενεργεί και κυριαρχεί στον κτιστό κόσμο μας, οι Άγιοί Του θα εμφανίζονται για να μας δίνουν δύναμη αλλά και να ταπεινώνουν τον αντίχριστο διάβολο και τους οπαδούς του, που κινούνται γύρω μας. Πολλές φορές ακόμα και μέσα στην ίδια μας την οικογένεια, όσο κι αν αυτό ακούγεται τρομερό.

Η απιστία ή η ελαφρότητα των γονέων πολλές φορές παιδεύουν τους νέους και τις νέες που θέλουν να βρίσκονται κοντά στον Θεό. Οι γονείς με εγωισμό και μην αναγνωρίζοντας ότι το σπλάχνο τους είναι ένα Θεϊκό δώρο προσπαθούν, πολλές φορές (με ολέθρια συνήθως αποτελέσματα) να ξεριζώσουν την κλήση προς τον Θεό που η Θεία Χάρις δίνει επιλεκτικά σε νέους και νέες με αρετές και αδαμάντινους χαρακτήρες.

Στην σύγχρονη εποχή που όλα ισοπεδώνονται, που η αγνότητα ισοδυναμεί με ανοησία και γραφικότητα, που έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε το διαφορετικό μόνο όταν έχει σχέση με την ανωμαλία και την διαστροφή, υπάρχει γύρω μας και σε μερικούς από εμάς μέσα μας, μια άλλη διαφορετικότητα. Μια διαφορετικότητα που σκοπό έχει την ανύψωση του ανθρώπου. Μια διαφορετικότητα που οδηγεί τον άνθρωπο σε πνευματικές καταστάσεις άγνωστες στους πολλούς. Τον κάνει να μοιάζει με τον Χριστό. “Μιμητής Χριστού” όπως λένε και οι Πατέρες μας.



Μια τέτοια ιστορία που συνέβη δίπλα μας στην γειτονική Ρουμανία. Μια ιστορία που διαδραματίστηκε στα χρόνια μας, θα δούμε παρακάτω.Μια απάντηση για όσους νομίζουν ότι οι μάρτυρες της Πίστης μας έπαψαν να υπάρχουν.

Κι όμως υπάρχουν και τα μαρτύριά τους όπως θα δείτε δεν είναι πλέον ένας ολιγόλεπτος αποκεφαλισμός ή ένας πολύωρος βασανισμός, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία και τον στέφανο της δόξης των αρχαίων και παλαιοτέρων μαρτύρων.

Η σύγχρονη επιστήμη μετατρέπει τον βασανισμό του σώματος αλλά και του πνεύματος σε πολύχρονη διαδικασία. Ίσως γι αυτό λέγεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι οι μάρτυρες των εσχάτων καιρών και της εποχής του Αντιχρίστου θα είναι ίσως, οι μεγαλύτεροι των Αιώνων της Πίστης μας.

Η μάρτυς Ντανιέλα (1967-2004)

Αυτό το εκλεκτό λουλούδι άνθισε στη ρουμανική γη το 1967. Από μικρή ήταν πολύ κοντά στο Θεό. Όταν έβγαινε από το σχολείο περνούσε πάντοτε από την εκκλησία. Γι’ αυτό ο πατέρας της την μάλωνε πολύ σκληρά. «Πού ήσουν; Όλη μέρα στην εκκλησία πας με τους παπάδες σου; Τι σου πρόσφερε ο Θεός;» Ενώ αυτή δεν έλεγε τίποτα, μόνο δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Ήταν ευλαβής και προσευχόταν πολλές ώρες. Στο σχολικό χορό, όταν τελείωσε το λύκειο, δεν ήθελε να πάει. Η καθηγήτριά της την παρακαλούσε να πάει κι αυτή μαζί τους, ενώ εκείνη έλεγε «Δεν μπορώ. Ξέρετε ότι σας αγαπώ όλους πολύ, αλλά συγχωρήστε με, δεν μπορώ να έρθω στο τραπέζι».

Είχε χαρακτήρα πράο και ήταν καλή με όλους. Βοηθούσε τους συμμαθητές της στα μαθήματα και καθόταν τη νύχτα και έγραφε γι’ αυτούς. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια τόσο στο σχολείο όσο και στο πανεπιστήμιο. Ήταν πολύ εργατική. Όλα τα ρούχα της τα έφτιαχνε μόνη της. Ήταν πνευματικό τέκνο του μεγάλου πνευματικού π. Σοφιανού από τη μονή Αντίμ.

Όταν ήταν φοιτήτρια περιποιούνταν μια παράλυτη γριά την οποία είχαν ξεχάσει όλοι, την κυρα-Ιωάννα. Η Ντανιέλα πήγαινε καθημερινά, το πρωί πριν το πανεπιστήμιο και το βράδυ. Ήταν αρκετά μακριά και ο κόπος μεγάλος. Την έπλενε, την περιποιούνταν, της έκανε τις αγορές, της τραγουδούσε και της διάβαζε και έφερνε χαρά στην ψυχή της γριάς. Μια φορά κάποιος την χτύπησε πολύ την οσία Ντανιέλα αν και ήταν αθώα.

Αφού υπέμεινε εν σιωπή το ξύλο, γονάτισε και φίλησε το πόδι που με αγριότητα την είχε χτυπήσει. Ήταν πολύ πράος χαρακτήρας και ελεούσε τους άλλους. Ποτέ δεν κατηγορούσε κανέναν και πάντα έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό της.



Κάποια πρόσωπα από την οικογένειά της προσπαθούσαν να την πείσουν να παντρευτεί. «Όχι, όχι, εγώ θέλω να μείνω με το Θεό» έλεγε. «Μπορείς να είσαι με το Θεό και παντρεμένη» της έλεγαν. Κι αυτή απαντούσε «Ναι, αλλά αν θα παντρευτώ σημαίνει ότι θα βάλω λίγο το Θεό στην άκρη και εγώ δεν το θέλω αυτό. Θέλω να δώσω το παν στο Θεό». Τη νύχτα προσευχόταν πολλές ώρες. Ποτέ δεν έπεφτε για ύπνο χωρίς να κάνει τον κανόνα της. Τ΄ αδέλφια της της φώναζαν «Τι σου δίνει ο Θεός, τι μας ζαλίζεις με τους παπάδες σου, τι σου δίνει η πίστη σου; Αφού ο πατέρας σού δίνει φαγητό. Γιατί πήγες στο πανεπιστήμιο, για να μπεις σε μοναστήρι;»

Όταν τελείωσε το πανεπιστήμιο πήγε στο μοναστήρι. Ο πατέρας της την έψαχνε για πολύ καιρό και αφού την έφερε σπίτι την χτύπησε φριχτά. Μια φορά, την τελευταία βραδιά πριν την τελευταία αναχώρησή της για το μοναστήρι, έκλαψε και προσευχήθηκε ασταμάτητα. Έκανε χίλιες μετάνοιες ζητώντας φωτισμό από την Παναγία. Ξημερώματα αποκοιμήθηκε.

Όταν ξύπνησε πήρε την εικονίτσα της Παναγίας που της είχε χαρίσει ο π. Σοφιανός. Έκανε το σταυρό της, φίλησε την εικονίτσα και αποφασισμένη μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε. Έπειτα έδωσε ένα γράμμα σε μία φίλη της για να το δώσει στον π. Σοφιανό. Να το περιεχόμενό του: «Πάτερ, είδα στο όνειρό μου την εικόνα της Παναγίας. Και είδα την εικόνα να ζωντανεύει και η Παναγία με κοίταζε προσεχτικά και εγώ τη ρωτούσα, τι να κάνω. Και είδα ότι με κοίταζε με πολύ πόνο. Και είδα δάκρυα στο μάγουλό της. Ξαφνικά άπλωσε τα χέρια της να προσευχηθεί και ένα δάκρυ έσταξε στο χέρι μου.

Όταν μ΄ ακούμπησε το δάκρυ Της ξύπνησα και αποφάσισα να φύγω. Κι έφυγε. Στο δρόμο του Σταυρού, στο δρόμο του Σωτήρος Χριστού.



Όμως ο πατέρας της τη βρήκε και αυτήν την φορά. Όταν την έφερε από το μοναστήρι τη χτύπησε πάλι φριχτά. Της έσχισε την μοναχική ενδυμασία μ΄ ένα ψαλίδι και την πέταξε στα σκουπίδια. Της έβγαλε από το λαιμό το σταυρό και της φώναξε «Οι παπάδες σου και η εκκλησία.». Τότε εκείνη λιποθύμησε. Όταν ξύπνησε είπε στον πατέρα της «Σε παρακαλώ άφησέ μου τις εικόνες, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτές». Τότε ο πατέρας της έβαλε τις εικόνες κάτω, τις πάτησε και τις πήρε όλες. Τότε αυτή του είπε «Καλά, μου τα πήρες, όλα αλλά την ψυχή δεν μπορείς να μου την πάρεις». Και από τότε προσευχόνταν μόνο έτσι «Παναγία, βοήθησέ με, Κύριε Ιησού Χριστέ μη με αφήνεις».

Βλέποντας ο πατέρας της ότι δεν μπορεί να την κάνει να παρεκκλίνει από την ορθόδοξη ζωή, σκέφτηκε κάτι διαβολικό. Βρήκε κάποιους συναδέλφους του γιατρούς και της έβγαλαν διάγνωση «παρανοϊκή σχιζοφρένεια συνοδευόμενη από μυστικιστικό ντελίριο». Μέχρι το τέλος της ζωής της ήταν υποχρεωμένη να παίρνει φάρμακα «για να ησυχάσει». Τα δυο τελευταία χρόνια της τα πέρασε στο νοσοκομείο με σωληνάκια στη μύτη. Εξαιτίας των φαρμάκων ήταν σχεδόν πάντα αναίσθητη.



Ο πατέρας της τη φύλαγε από το πρωί μέχρι το βράδυ, μην τυχόν και έρθει σε επαφή με ευσεβή και πιστά πρόσωπα. Η ακινησία της στο κρεβάτι και τα φάρμακα που της έδινε ο ψυχίατρος της προκάλεσαν παράλυση και απόφραξη του αυλού του εντέρου. Έτσι βασανισμένη πέθανε την Τρίτη 6 Απριλίου 2004, τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Αυτό έγινε περίπου στις 22.00. Επειδή ο πατέρας της δε θα δεχόταν να έρθει ιερέας, κατά θαυμαστό τρόπο έμαθε για το θάνατό της ο π. Κωνσταντίνος και κατά τις 23.00 ετέλεσε την ακολουθία εις κεκοιμημένους. Ο πατέρας της για πρώτη φορά έλειπε, αν και προηγουμένως τον είχαν δει στο νοσοκομείο.

Στον τάφο της άρχισαν να γίνονται θαύματα. Το πρώτο θαύμα έγινε την Τετάρτη 12 Μαΐου 2004, κάνοντας καλά ένα νέο που επί 8 χρόνια έπασχε από την ίδια μ΄αυτήν ασθένεια. Το 2004 έκανε καλά έναν φοιτητή που έπασχε από μια ασθένεια των αγγείων και το 2005 έναν νεαρό που είχε κρίση σκωληκοειδιτιδος. Ο τάφος της οσίας Ντανιέλας βρίσκεται στο κοιμητήριο Αντρονάκε στη συνοικία Κολεντίνα στο Βουκουρέστι.

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

        Η προσευχή της Αγίας Μαρίνας πρίν τον αποκεφαλισμό της.



«Αναρχε, αθάνατε άχρονε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και Δημιουργέ πάσης Κτίσεως, προνοητά και Σωτήρ όλων, όπου εις Σε ελπίζουσι, ευχαριστώ Σοι, όπου με έφερες εις την ώραν ταύτην και ήγγισα εις τον στέφανον της δικαιοσύνης Σου.
Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητον ευσπλαχνίαν και φιλανθρωπίαν Σου, όπου ηθέλησας να με συντάξης με τους εκλεκτούς δούλους Σου. Επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ την ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους, Παντοκράτωρ και παντοδύναμε, επάκουσον της προσευχής μου και πλήρωσον μου τα αιτήματα εις έπαινον.
Και τιμήν και δόξαν του υπεραγίου και προσκυνητού Σου ονόματος, χάρισαι την άφεσιν των αμαρτιών όλων εκείνων, όπου θέλουν οικοδομήσει Εκκλησίαν εις το όνομα της δούλης Σου, να λειτουργούν εις αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουσι το μαρτύριον της αθλήσέως μου, και το αναγινώσκουσι μετά πίστεως, μνημονεύοντες το όνομα της δούλης σου, και καρποφορούσι  το κατά δύναμιν όλων αυτών, λέγω όσοι θεραπεύουσι το οικητήριον του σώματός μου, όπου εμαρτύρησα δι’ αγάπην Σου, συγχώρησον τας αμαρτίας κατά το μέτρον της πίστεως αυτών και μη εγγίση χείρ κολαστήριος, ούτε πείνα, ουδέ θανατικόν ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος.
Και όσοι με θέλουν εορτάσει δοξολογούντες μετά πίστεως και Σου ζητήσουν σωτηρίαν και έλεος διά μέσου μου, χάρισαι τους εις τούτον τον κόσμο τα αγαθά Σου, να πορεύωνται προς αυτάρκειαν και αξίωσον αυτούς και της επουρανίου Βασιλείας Σου. Οτι Συ ει μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρ εις τους αιώνας, Αμήν.».

 

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

   Ο ΘΕΟΣ ΚΑΘΕ ΩΡΑ ΜΑΣ ΣΤΕΛΝΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ...


15Το λάθος μας πάντα είναι ότι δεν παίρνουμε στα σοβαρά αυτό που είναι η δεδομένη, η παρεχομένη σημερινή ημέρα της ζωής μας, το ότι ζούμε στο παρελθόν ή στο μέλλον και το ότι όλο και περιμένουμς κάποιαν ιδαίτερη μέρα, οπότε η ζωή μας θα ξεδιπλωθεί και θα αποκτήσει όλη την σημασία και σπουδαιότητά της και δεν προσέχουμε ότι η ζωή μας κυλάει και φεύγει σα νερό, που διαρρέει μέσα από τα δάκτυλα του χεριού, ή όπως τον πολύτιμο σπόρο, που διαπερνά και πέφτει από μη σφιχτοδεμένο σακκί.

Συνεχώς, την κάθε μέρα και την κάθε ώρα, ο Θεός μας στέλνει ανθρώπους είτε περιστάσεις είτε καθήκοντα, που πρέπει να χρησιμεύσουν σαν αφετηρία στην αναγέννησή μας, αλλά εμείς δεν του δίνουμε προσοχή, με αποτέλεσμα την κάθε ώρα να εναντιωνόμαστε στο θέλημα Του Θεού για μας. Και πράγματι, πως μπορεί ο Θεός να μας βοηθήσει; Μόνο στέλλοντάς μας στην καθημερινή μας ζωή συγκεκριμένους ανθρώπους και συγκεκριμένες συγκυρίες περιστάσεων.

Αν δε την ώρα της ζωής μας την δεχόμαστε σαν την ώρα, όπου εκδηλώνεται του Θεού το θέλημα για μας και σαν την αποφασιστική, την σπουδαιότατη και μοναδική ώρα της ζωής μας, οποίες ως την ώρα εκείνη κρυμμένες πηγές χαράς, αγάπης και δύναμης θα ξεπηδούσαν και θα ανέβλυζαν από τα βάθη της ψυχής μας!

Να δεχόμαστε, λοιπόν, με σοβαρότητα κάθε άνθρωπο, που συναπαντούμε στον δρόμο της ζωής μας και να παίρνουμε στα σοβαρά κάθε ευκαρία και δυνατότητα να κάνουμε έργο καλό και νάστε βέβαιοι ότι μ' αυτό τον τρόπο κάνετε αυτό που θέλει ο Θεός για σας στις συγκεκριμένες εκείνες περιστάσεις, την δεδομένη εκείνη ημέρα και ώρα.

Αν αγαπούσαμε τον Θεό περισσότερο, πόσο εύκολα θα Του εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο ολόκληρο με όλες τις αντινομίες του και τις ακατανόητες πλευρές του! Όλες οι δυσκολίες οφείλονται στο ότι οι άνθρωποι δεν αγαπούν ο ένας τον άλλον αρκετά. Εκεί όπου υπάρχει αγάπη δεν μπορούν να υπάρχουν δυσκολίες.

Πολλή από την σύγχυση που υπάρχει ανάμεσα στους σύγχρονους Χριστιανούς, θα διαλύοταν- αν είμαστε πραγματικά Χριστιανοί με την κυριολεκτική, ευαγγελική σημασία της λέξης-θα λυόταν, ανάμεσα σ' άλλα, και το θέμα της σημασίας του πόνου στη ζωή, του να υποφέρουμε "όπως ο Κύριος υποφέρει"... και άλλα πολλά. Λαμβάνοντας υπόψη την ακόρεστη και άπληστη προσκόλλησή μας στα αγαθά του κόσμου τούτου - όταν η ίδια η προσκόλληση στα αγαθά του κόσμου τούτου - όταν αυτή η ίδια η προσκόλληση γίνεται πρόξενος πολλού πόνου - για ποιο θρησκευτικό και πνευματικό νόημα της ζωής μας, περιλαμβανομένου και του δικού μας πόνου, μπορούμε να μιλούμε;

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ Πρεσβύτερου: Αλεξάνδρου Ελτσιανίνωφ

   ΓΙΑΤΙ ΦΙΛΑΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ;


.Ο ιερέας σας μπορεί να είναι μόλις 25 χρονών.

Μα η ιεροσύνη του είναι από καταβολής κόσμου. Όταν, λοιπόν, του ασπάζεστε το χέρι, προσκυνάτε την ιεροσύνη του, που φθάνει διαδοχικά από τον Χριστόν και τους Αποστόλους μέχρι τον ιερέα σας.

Όταν φιλάτε το χέρι του παπά σας, φιλάτε ολόκληρη την αλυσίδα των οσίων και αγίων ιερέων και ιεραρχών, από τους Αποστόλους μέχρι σήμερα.


Ασπάζεστε και προσκυνάτε τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον άγιον Νικόλαο, τον άγιον Βασίλειο, τον άγιον Σάββα και όλους τους « επίγειους αγγέλους και ουρανίους ανθρώπους», που, όταν ήταν στη γη, κοσμούσαν την Εκκλησία και τώρα στολίζουν τον ουρανό. Είναι φίλημα άγιον, όπως γράφει στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος. Να ασπάζεστε, λοιπόν το χέρι του ιερέα που σας ευλογεί. Είναι ευλογημένο από τον Θεό. Με την χάρη της ιεροσύνης. Με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Να το φιλάτε το χέρι του ιερέα σας. Όσο νέος και αν είναι. Και να τον ακούτε.

Επισκόπου Αχρίδας Νικολάου

Ο άρτος που έγινε πέτρα!


Στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου (4ος αι.) ζούσε κάποιος πλούσιος, πού ανήκε μαζί με τη γυναίκα του, στην αίρεση του Μακεδονίου. 
Κάποτε, ακούγοντας τη διδαχή του άγίου, μετανόησε και επέστρεψε στην αλήθεια της μιας, άγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Ή γυναίκα του όμως, ενώ με το στόμα ομολογούσε την πίστη της στο ορθόδοξο δόγμα, με την καρδιά της ακολουθούσε την αίρεση.
Σε μία μεγάλη γιορτή λοιπόν της Εκκλησίας, πού συνήθιζαν νά κοινωνούν πολλοί χριστιανοί, συνέβη το έξής περιστατικό: Ή γυναίκα του πλουσίου πήγε κρυφά στους ιερείς των αιρετικών για νά κοινωνήσει.
Δεν κοινώνησε όμως, αλλ` αφού πήρε στα χέρι της τον άρτο τον έδωσε κρυφά στη δούλη της να τον φυλάξει χωρίς κανείς άλλος ν’ αντιληφθεί κανείς αυτό που έκανε.
Όταν αργότερα γινόταν ή Θεία Λειτουργία των Ορθοδόξων, ή γυναίκα πήγε φανερά με τον άνδρα της στην εκκλησία για νά κοινωνήσει.
Σαν ήρθε ή σειρά της, πήρε τον άγιο Άρτο από το χέρι τού Ιερού Χρυσοστόμου, άλλα δεν τον έβαλε στο στόμα της μετάλαβε κρυφά τον άρτο των αιρετικών.
Αμέσως όμως συγκλονίστηκε από ένα Θαύμα: Ο άρτος των αιρετικών μετατράπηκε σε πέτρα μέσα στο στόμα της!
Ή γυναίκα φοβήθηκε. με δυνατή φωνή διηγήθηκε σ` όλους το περιστατικό και πίστεψε ολόψυχα στην ορθόδοξη εκκλησία.
Ο άγιος ‘Ιωάννης τοποθέτησε την πέτρα εκείνη στο σκευοφυλάκιο, για νά θυμίζει το Θαύμα.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013