Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Άγιος Στυλιανός: Προστάτης των παιδιών, Ιατρός τεκνογονίας


Προστάτης των παιδιών
Γνώριζε ο Άγιος Στυλιανός, ότι για να κερδίσει κάνεις την Βασιλεία των Ουρανών πρέπει να έχει την ψυχή του, σαν την ψυχή των μικρών παιδιών δηλ., που είναι αθώα. Ήξερε, ότι τα παιδιά έχουν αγγελικές ψυχές. Και στην αγία του εκείνη επιθυμία ο Παντογνώστης Θεός του έδωσε την Χάρι Του, να μπορεί να κάνει θαύματα. Ο Θεός βράβευσε το ιερό του αίσθημα και του έδωσε την θαυματουργική του δύναμη να θεραπεύει τα ασθενή παιδιά. Μητέρες από κοντινά και μακρινά μέρη, με φορτωμένα στους ώμους ανάπηρα και άρρωστα παιδιά έτρεχαν, με πόνο και πίστη, κοντά στον Άγιο για να ζητήσουν την θεραπεία των παιδιών τους.
Μέρες ολόκληρες βάδιζαν μέσα σ’ έρημα μέρη, για να βρουν την δοξασμένη από τον Θεό ασκητική σπηλιά του Αγίου Στυλιανού. Και όταν έφθαναν εκεί, με δάκρυα στα μάτια έπεφταν στα πόδια του Γέροντα ασκητή, δόξαζαν τον Θεό, που τον συνάντησαν και παρακαλούσαν να γιατρέψει τα παιδιά τους. Ο Άγιος Στυλιανός γεμάτος καλοσύνη και συμπόνια έπαιρνε τα άρρωστα νήπια στα χέρια του και με μάτια δακρυσμένα παρακαλούσε το Θεό να τα γιατρέψει. Ο Δεσπότης των Ουρανών άκουγε την ολόψυχη προσευχή του και ο Άγιος θαυματουργούσε. Παιδιά άρρωστα εύρισκαν την υγειά τους. Παθήσεις διαφόρων ειδών εξαφανίζονταν. Μπροστά στη δύναμη του Θεού καμιά αρρώστια δεν μπορούσε να αντισταθεί.
Μανάδες έκλαιγαν από χαρά έξω από το ασκητήριο του. Και άλλες καταφιλούσαν με σεβασμό και ευγνωμοσύνη το χέρι του Αγίου γέροντα, δοξάζοντας τον Θεό. Δοξολογούσε κι εκείνος ακατάπαυστα το Άγιο Όνομα Του και ευχαριστούσε για τα θαύματα αυτά, που τον αξίωνε να τελεί. Έπειτα γεμάτος στοργή κοίταζε τα αθώα πλασματάκια, που είχαν λυτρωθεί από την αρρώστια. Ένα γλυκό χαμόγελο, χαμόγελο αγγελικό, άνθιζε στο πρόσωπο του σεβασμίου ασκητού.
Τα θαύματα όμως αυτά γινόταν γνωστά σε όλα τα μέρη και κόσμος πολύς έτρεχε στον Άγιο Στυλιανό, για να τον παρακαλέσει να γιατρέψει από κάποια ασθένεια τα παιδιά του.
Έτσι δόξαζε ο Άγιος Θεός το όνομα του οσίου Στυλιανού, που αφιέρωσε την ζωή του στη δόξα του Θεού…
Ιατρός τεκνογονίας
Αλλά δεν ήταν μόνο τα θαύματα της θεραπείας των παιδιών, που δόξαζαν το όνομα του ταπεινού Αγίου Στυλιανού. Ο Άγιος απέκτησε φήμη ως θαυματουργού, διότι έκανε τους άτεκνους, ευτέκνους, με την προσευχή του. Πολλοί πιστοί χριστιανοί με την ευλογία του, αν και ήσαν άτεκνοι πρωτύτερα, απέκτησαν ωραία και γεμάτα υγεία παιδιά. Πολλοί μάλιστα καλοί Χριστιανοί και μετά την κοίμηση του, επικαλούμενοι το όνομα του Αγίου και ζωγραφίζοντας σαν τάμα την εικόνα του, απέκτησαν παιδιά, αν και είχαν χάσει την ελπίδα πια να τεκνοποιήσουν.

                               Γιατί το παιδί χρειάζεται όρια


Γιατί το παιδί χρειάζεται όρια facebook share
Όλοι οι γονείς αναγνωρίζουν τη σημασία της ύπαρξης ορίων στην ανατροφή ενός παιδιού.
 Τα όρια δεν είναι τίποτα άλλο από κανόνες, που κάθε γονιός θέτει στα παιδιά του ανάλογα με την κοσμοθεωρία του ή αυτό που ο ίδιος θεωρεί σωστό και επιτρεπτό. Αν και σε γενικές γραμμές υπάρχουν κάποιοι κανόνες που είναι κοινοί για όλα τα παιδιά, τα όρια καθορίζονται ανάλογα με την ηλικία του κάθε παιδιού, τις ανάγκες του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικογένειας του.

Τα όρια είναι απαραίτητα γιατί παρέχουν στο παιδί μια αίσθηση ασφάλειας. Δεν είναι απλά απαγορεύσεις και περιορισμοί, αλλά αποτελούν, όπως γράφει και το mother.gr,  έναν μοναδικό τρόπο μάθησης. Πίσω από κάθε όχι, κρύβεται και μια συζήτηση, μια εξήγηση δηλαδή προς το παιδί για ποιο λόγο δεν μπορεί να κάνει αυτό που θέλει.

Δεν βάζουμε όρια, απλά για να πούμε ότι τα βάλαμε. Βάζουμε όρια για να βοηθήσουμε το παιδί να κατανοήσει τι επιτρέπεται και τι όχι κατά περίσταση και, κυρίως, για να καταλάβει ότι, αν τα υπερβεί, θα πρέπει να δεχτεί και τις ανάλογες συνέπειες. Γι΄ αυτό το λόγο κάθε κανόνας θα πρέπει να ακολουθείται και από έναν διάλογο, με λόγια και αναλύσεις που το παιδί θα μπορεί να κατανοήσει.

Η οριοθέτηση, όμως, ενός νηπίου στην πράξη δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση, όσο φαίνεται στη θεωρία. Αν θέλετε να τα καταφέρετε, καλό θα είναι να σκεφτείτε τα εξής:

Να είστε σταθεροί στις αποφάσεις σας. Τα όρια δεν έχουν νόημα αν ισχύουν τη μια μέρα και δεν ισχύουν την άλλη, γιατί το μόνο που καταφέρνετε έτσι, είναι να μπερδεύετε το παιδί.
Όπου είναι δυνατόν, να προσφέρετε εναλλακτικές στο παιδί. Για παράδειγμα, «δεν επιτρέπεται να δεις άλλο τηλεόραση, αλλά, αν θες, μπορείς να ζωγραφίσεις ή να παίξεις με τα παιχνίδια σου».
Μην υποκύπτετε σε κλάματα, γκρίνιες, μούτρα ή εκρήξεις θυμού. Το παιδί είναι φυσικό να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο που διαθέτει για να κάνει το δικό του, αλλά εσείς θα πρέπει να μην υποχωρήσετε.
Πρέπει και οι δυο γονείς να έχουν κοινή γραμμή. Όταν ο ένας γονιός λέει όχι, ο άλλος οφείλει να τον υποστηρίζει. Το ίδιο ισχύει και όταν το παιδί μένει με τους παππούδες, οι οποίοι πρέπει να ακολουθούν τα όρια που εσείς έχετε θέσει.
Τα όρια πρέπει να ανταποκρίνονται στην ηλικία και τις ανάγκες του παιδιού και συνεπώς να αλλάζουν καθώς το παιδί μεγαλώνει.
Να επιβραβεύετε το παιδί κάθε φορά, που συμπεριφέρεται σωστά.
Να αποδοκιμάζετε την πράξη και ποτέ το ίδιο το παιδί. Για παράδειγμα, δεν λέμε «είσαι κακό παιδί», αλλά «αυτό που έκανες δεν είναι καλό».

Τέλος, να θυμάστε πως πρώτα από όλα πρέπει εσείς οι ίδιοι να είστε σωστά πρότυπα, δηλαδή να διαθέτετε και να υπακούτε στα δικά σας εσωτερικά όρια, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσετε να θέσετε όρια και στα παιδιά σας.            

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Άλλη μία εμφάνιση των Αοράτων Ασκητών


Ένας προσκυνητής ανερχόμενος τον ανηφορικό δρόμο από την παραλία προς την Μικρή Αγιάννα, συνάντησε τούτους τους Αγίους περιπλανηθείς στο δάσος και θέλησε να τους ακολουθήσει, αλλά εκείνοι του είπαν ότι «Εσύ αδελφέ προορίζεσαι για την Σκήτη του Ξενοφώντος» και του έδειξαν τον δρόμο για να πάει στον πνευματικό Παπα – Σάββα να του πει εκείνος τι θα κάνει.
Ο προσκυνητής, αφού απομακρύνθηκε λίγο από τους Αγίους αυτούς μετανόησε, ότι άφησε και έφυγαν τέτοιοι άγιοι. Γύρισε πίσω και για πολλή ώρα τους αναζητούσε, αλλά δεν τους βρήκε πουθενά. Τότε πήγε στον Παπα – Σάββα και του ανέφερε την υπόθεση. Ο Παπα – Σάββας του είπε:
«Εσύ παιδί μου δεν είσαι για να τους ακολουθήσεις, αλλά θα είχες καμία αμφιβολία, αν υπάρχουν τέτοιοι άγιοι σήμερα στο Άγιον Όρος και για τούτο ο Θεός σου τους φανέρωσε, εσύ θα εγκαταβιώσεις στην Σκήτη του Ξενοφώντος». Και πράγματι τούτο έγινε, διότι ο αδελφός αυτός έγινε στην Σκήτη του Ξενοφώντος Μοναχός.
Το γεγονός αυτό διηγήθηκε ο πνευματικός Παπα – Ακάκιος από την Καψάλα, άνθρωπος πολύ ενάρετος και φιλαλήθης, ο οποίος και τον άνθρωπο που είδε τους αγίους αυτούς γνώρισε, και ο οποίος του διηγήθηκε την υπόθεση αυτή όπως λεπτομερώς έγινε.
Τρία χρόνια άρρωστος ή τρεις μέρες στην κόλαση
Ο συνασκητής του Γέροντος Δαμάσκηνου στον Αγιοβασίλη πάτερ Ιωάννης, υποτακτικός του Γέροντος Ιωσήφ, διηγήθηκε το ακόλουθο γεγονός, που έλαβε χώρα πριν από 70 χρόνια στην Ρωσική Σκήτη του Αγίου Ανδρέου στο λεγόμενο «Σεράγιον» ως εξής:
Ένας αδελφός της Σκήτης αυτής Ρώσος Μοναχός, αρρώστησε βαριά και τον θέριζαν δριμύτατοι πόνοι και παρακαλούσε το θεό να τον θεραπεύσει, οπόταν βλέπει επάνω από το κρεβάτι του έναν Άγγελο, ο οποίος του είπε: «Πάτερ, τι προτιμάς; Θέλεις να μείνεις στο κρεβάτι που είσαι με τους πόνους αυτούς άρρωστος τρία χρόνια; Ή προτιμάς να μείνεις στην Κόλαση τρεις μέρες και να γίνεις καλά;
Ο άρρωστος του είπε: «Αφού είναι για τρεις μέρες μόνο, καλύτερα προτιμώ την Κόλαση».
Αμέσως βρέθηκε σε τόπο «αφάτου οδύνης και ανυπόφορων βασάνων», εκεί ήταν τρομερά τα κολαστήρια, διότι μετά από λίγη ώρα βλέπει πάλι τον Άγγελο, ο οποίος τον ρώτησε: «Πώς είσαι Γέροντα; είναι καλά εδώ;» Κι ο Μοναχός απεκρίθη: «Με ρωτάς πώς περνώ που αντί τρεις ημέρες πού μου είπες ότι θα μείνω στην Κόλαση και τώρα έχω τριακόσια ολόκληρα χρόνια με φριχτά και ανυπόφορα βάσανα;» Και τότε ο Άγγελος του είπε: «Αδελφέ ακόμη δεν πέρασε μισή ώρα και λες πώς έχεις τριακόσια χρόνια;»
Φανταστείτε τριακόσια χρόνια, ούτε για μισή ώρα δεν λογαριάστηκαν, οι τρεις ημέρες πόσοι αιώνες θα ήταν;
Και ο Μοναχός είπε στον Άγγελο, «γρήγορα σε παρακαλώ να με πάς στο κρεβάτι του πόνου καλύτερα εκεί να βασανίζομαι τρία χρόνια παρά εδώ στην φοβερή αυτή Κόλαση τρεις μέρες».
Τότε ο Άγγελος έκανε την επιθυμία του Μονάχου και τον επανέφερε στο κρεβάτι του, όπου έμεινε επί τρία χρόνια άρρωστος.
Επειδή μερικοί άνθρωποι είναι δυνατόν να φάνουν κάπως δύσπιστοι στο διήγημα αυτό, για τούτο κρίναμε σκόπιμο να καταχωρήσουμε στη συνέχεια επιστολή του θεσπέσιου Κυρίλλου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, την οποίαν μετέφρασε ο Διδάσκαλος Αγάπιος ο Κρής στην απλή διάλεκτο, η οποία έχει ως έξης: «Διήγατε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας εις μίαν επιστολή, όπου γράφει εις τον ιερόν Αυγουστίνο, και λέγει ότι τρεις άνθρωποι ανέστησαν εκ νεκρών, οίς κρίμασιν ό Θεός οίδεν, ό τα πάντα προς το ημών συμφέρον οικονόμων.
Ένα από τους οποίους επήγα καί ηύρηκα, όστις θρηνεί, απαρηγόρητα, καί ερωτών αυτόν, δεν μου απεκρίνατο τίποτε, μόνον έκλαιε. Τέλος πάντων αφού εβαρέθη την αυθάδειάν μου, διατί τον ωρκισα εις τον Θεόν, να ειπεί λόγον τινά εις ώφέλειαν των παρισταμένων, μου άπεκρίθη ούτως. Εάν ήξερες τάς τιμωρίας του Αδου δεν ήθελες δυνηθεί να κράτηση το πένθος ούτε ποσώς. ‘Αλλά ποταπά κολαστήρια θαρρείς να είναι ητοιμασμένα τοις αμαρτάνουσι; Λέγω σου να είναι μεγαλύτερα από όλα αυτά ταύτα τα πρόσκαιρα. Ό δε στενάξας βαρέως είπεν.
Εάν όλας τάς θλίψεις ξεσχισμούς καί μαρτύρια, οπού μπορεί να πάθη τις εις τούτον τον κόσμον, παρομοιάσεις καί να τα συγκρίνης με τον μικρότερον καί ολιγώτερον της Κολάσεως, θέλουν σου φανεί ετούτα ηδονές καί παραμύθια. Πίστευσόν μου, ότι δεν είναι τινάς, οπού να ήθελε δοκιμάσει εκείνων των κολάσεων την δριμύτητα, να μην εχη κάλιον να παιδεύεται χωρίς άνεσιν εδώ έως το τέλος του κόσμου, με όλας τάς θλίψεις καί βάσανα όπου επάθασι όλοι οι άνθρωποι από Αδάμ έως σήμερον, παρά να κάνη μόνον μια ήμέραν εκεί εις την κόλασιν.
Ή αιτία λοιπόν των δακρύων μου είναι ετούτη, διατί επταισα του Θεού, όστις υπάρχει τοσούτον δίκαιος όπου μήτε του δαίμονος ημπορεί να κάμη παραμικράν «δικοκρισίαν. Μη θαυμάζης γούν το πώς κλαίω, αλλά μάλλον φρίττε καί θαύμαζε πώς ηξεύροντες οι άνθρωποι πώς τους εκδέχονται τοιαύται κολάσεις, ουδέν περί τούτου φροντίζουσιν ούτε μεριμνώσι να εξαλείψουν τάς αμαρτίας τους. Γίνωσκε δε καί τούτο, ότι την ώραν όπου εχοιριζεν ή ψυχή εκ του αθλίου μου σώματος επήρα τόσην οδύνην καί πόνον, όπου είναι αδύνατον να το καταλάβη τινάς ή να το πιστεύση, εάν δεν το δοκιμάση εμπράκτως».
Και μείς πού αυτήν την στιγμή τα γράφουμε δεν μας κάνουν εντύπωση τόση όση έπρεπε να μας κάνουν διότι ζούμε μακριά από το Θεό και έχουμε πάθει ψυχική πώρωση, πλην όμως αδελφοί μου είναι γεγονότα και θα μπορούσαμε εδώ να παραθέσουμε πάμπολλα πού σε αρχαίους χειρόγραφους κώδικας έχουν καταχωριστή από αρχαιοτάτων χρόνων, πού ό πανάγαθος Θεός δείχνει ορισμένα τέτοια σημεία για να μας αφυπνίσει από τον βαρύ ύπνο της αμαρτίας και να ‘ρθούμε σε μετάνοια και επίγνωση για να σώσουμε την μονάκριβη και μονογεννή μας ψυχή από τα βασανιστήρια της αιωνίου Κολάσεως και να ζούμε αιώνια με το Θεό.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

   ΠΟΣΩΝ ΕΤΩΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΖΩΗ ΤΗΣ;



15Πόσων ετών ήταν η Παναγία όταν άφησε τη γη; Ποια ήταν η ζωή της; Γιατί δεν βρέθηκε ποτέ το σώμα Της; Αυτές είναι τρείς βασικές ερωτήσεις τις απαντήσεις των οποίων γνωρίζουν λίγοι.

Η Μαριάμ όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, πριν εξελληνιστεί σε Μαρία, ήταν η μονάκριβη κόρη ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, της Άννας και του Ιωακείμ.

Όλη τους την ζωή πάλευαν να αποκτήσουν ένα παιδί όμως δεν είχαν σταθεί τυχεροί. Αντίθετα ζούσαν σε καθεστώς κοινωνικής απομόνωσης, αφού οι άτεκνοι εκείνη της εποχή θεωρούνταν λίγο έως πολλοί καταραμένοι ή όχι ευλογημένοι από τον Θεό.

Κατά την παράδοση η Αγία Άννα προσευχήθηκε στον Θεό δηλώνοντας πως αν της χάριζε ένα παιδί θα το αφιέρωνε σε Εκείνον. Λίγες μέρες μετά, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε το ζευγάρι και τους ενημέρωσε πως οι προσπάθειες τους θα έχουν αποτέλεσμα και το παιδί τους θα είναι φορέας μιας ξεχωριστής αποστολής.

Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του ζευγαριού, τα λόγια του αγγέλου βγήκαν αληθινά και γέννησαν ένα όμορφο κορίτσι.

Της έδωσαν το όνομα Μαριάμ, το οποίο σημαίνει βασίλισσα, κυρία αλλά και ελπίδα.

Όταν η Μαριάμ έγινε τριών ετών, οι γονείς της, τήρησαν την υπόσχεση τους και την οδήγησαν το Ναό όπου την παρέλαβε ένας ιερέας ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον Προφήτη Ζαχαρία, τον πατέρα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.

Η Παναγία έζησε 12 χρόνια στο Ναό, στα Άγια των Αγίων. Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτός που της έφερνε καθημερινά τροφή ήταν ο ίδιος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ.

Όταν ήρθε η ώρα να βγει από τον Ναό, οι ιερείς αποφάσισαν να την δώσουν σε κάποια οικογένεια, δεδομένου πως οι γονείς της είχαν ήδη φύγει από τη ζωή.

Τότε, γνωρίζοντες κατά την παράδοση, την ειδική αποστολή της Μαριάμ, βρήκαν έναν μεγάλο σε ηλικία άνδρα, τον Ιωσήφ, ο οποίος ήταν χήρος και πατέρας τριών παιδιών.

Τέσσερις μήνες έμεινε κοντά στον Ιωσήφ η Μαριάμ μέχρι να ξεκινήσει πλέον το θεϊκό σχέδιο.

Στη Ναζαρέτ όπου ζουσε την επισκέφθηκε ξανά ο Γαβριήλ όπου της είπε το ιστορικό: «Χαίρε κεχαριτωμένη• ο Κύριος μετά σου». Τότε έμαθε και η ίδια ποια ήταν η αποστολή της την οποία αποδέχτηκε με χαρά.

Λίγους μήνες αργότερα ο Ιησούς γεννήθηκε και η μητέρα του ήταν πάντοτε κοντά του, ακόμη και την στιγμή της Σταύρωσης.

Από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων γνωρίζουμε ότι η Παναγία παρέμεινε κοντά τους μέχρι την ημέρα της Πεντηκοστής.

Η τελευταία συνάντηση με τον αρχάγγελο που την συντρόφευε από τα τρια της χρόνια, έγινε τρεις μέρες πριν την κοίμησή Της.

Τότε ο Γαβριήλ την ενημέρωσε ότι πλέον ήρθε η ώρα, δίνοντας της μεγάλη χαρά αφού θα έβλεπε ξανά το παιδί Της. Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ήμερα από την εμφάνιση του αγγέλου, λίγο πριν κοιμηθεί η Θεοτόκος, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο.

Τότε, ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμηση Της. Μαζί δε με τους Αποστόλους ήλθε και ο Διονύσιος Aρεοπαγίτης, ο Άγιος Ιερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος, και άλλοι.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ
Όταν εκοιμήθη, με ψαλμούς και ύμνους την τοποθέτησαν στο μνήμα της στη Γεσθημανή. Ο μοναδικός που δεν ήταν παρών στο γεγονός ήταν ο Απόστολος Θωμάς.

Λέει η παράδοση πως όταν η νεφέλη, το σύννεφο δηλαδή, μετέφερε τον Θωμά στη Γεσθημανή συνάντησε την Θεοτόκο την στιγμή της ανόδου Της στον ουρανό.

Εκείνη του χάρισε την ζώνη Της για να μπορεί να αποδείξει την συνάντησή τους.

Όταν ο Θωμάς πήγε και εξιστόρησε το γεγονός στους υπόλοιπους Αποστόλους, άνοιξαν τον τάφο και είδαν πως το σώμα έλειπε.

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η Παναγία όταν μπήκε στο Ναό ήταν τριών ετών. Έμεινε στο ιερό δώδεκα χρόνια. Τρείς μήνες αφού βγήκε από το ιερό μέχρι τον Ευαγγελισμό και εννέα μήνες κυοφορία, δεκαέξι ετών γεννά τον Χριστό. Έζησε με τον Χριστό τριάντα δύο χρόνους, άρα 48 ετών ζει την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψή Του. Έζησε μετά απ' την Πεντηκοστή άλλα έντεκα χρόνια και εκοιμήθη στη Γεσθημανή.

Ήταν 59 ετών.

Οι τελευταίες στιγμές της Παναγίας


(Ιωάννου Γεωμέτρου -10ος αιώνας)
Η Μητέρα του Θεού λοιπόν έδειξεν εις τούς Αποστόλους, όπου ήδη το εγνώριζαν, το σύμβολον της αναχώρησεώς της, τον φοίνικα, τους μετέδωσε επίσης ευλο­γία και ανάλογη παρηγορία και αφού τους ομίλησε περί της εξόδου της και τους προθυμοποίησε διά το κήρυγμα, τους εξέθεσε δι’ ολίγων ολόκληρη την οικονομία της αποστολής τους. Έπειτα ασπάσθηκε τον Πέτρο και τους άλλους Αποστόλους, “χαίρετε”, λέγουσα, “τέκνα και φίλοι και μαθηταί του Υιού και Θεού μου και θεω­ρείτε εαυτούς μακάριους, όπου ηξιώθητε τοιούτου διδασκάλου και Δεσπότου και διακονίας τοιούτων μυστηρίων και της κοινωνίας των διωγμών και παθημάτων Του, διά να γίνετε κοινωνοί της δόξης και Βασιλείας Του”.
Αφού τους ανήγγειλε περί των τελευταίων γεγονότων, τους εζήτησε να ψάλ­λουν τους επιταφίους ύμνους, ενώ Εκείνη άρχισε τις προς τον Θεόν ευχαριστίες της.
Η προσευχή της Θεοτόκου
«Ευλογώ σε”, έλεγε, “Δέσποτα και Θεέ και Υιέ του Θεού του προανάρχου Σου Πα­τρός και υιέ ιδικέ μου, της δούλης Σου, χάρις εις την φιλανθρωπίαν Σου. Ευλογώ σε, οπού μας λύτρωσες εκ της κατάρας και αντ’ αυτής μάς έδωσες την ευλογίαν. Ευλογώ σε τον αίτιον όλων των αγαθών μας, της ζωής, του φωτός, της ειρήνης, της δυνατότητος να γνωρίσωμε τον Πατέρα Σου και το συνάναρχόν Σου και ζωοποιόν Πνεύμα. Ευλογώ σε Λόγε, όπου ευλόγησες την γαστέρα μου κατοίκων εν αυτή δι’ ανεκφράστου τρόπου. Ευλογώ σε, όπου τοιουτοτρόπως μας αγάπησες ώστε και υπέρ ημών να σταυρωθείς και να αποθάνεις. Ευλογώ σε, όπου κατέστησες μακαρία την κοιλία μου και πι­στεύω ότι θα εκπληρωθούν και όλα τα άλλα, περί των οποίων μου έχεις μιλήσει.
Η παράδοξος κάθοδος του Χριστού
Εις τούτα τα λόγια ακολούθησε ευθύς η παράδοξος κάθοδος του Υιού της συνοδευομένου υπό των Προφητών, των Πατριαρχών και όλων των Δικαίων, προπορευόμενων των Αγγέλων και Αρχάγγελων και των λοιπών Αγγελικών δυνάμεων. Τότε ο αέρας και ολόκληρο το σπίτι γέμισε. Όλα εκείνα όπου η Παρθένος προεγνώριζε, τότε τα έβλεπε οφθαλμοφανώς, ενώ οι άλλοι έβλεπαν μέρος αυτών των θαυμασίων, ο καθείς αναλόγως της αγιότητός του.
Έτσι η δευτέρα κατάβασις έγινε ενδοξοτέρα και φρικωδεστέρα της πρώτης, και προ­φανεστέρα δι’ όσους διέθεταν όραση πνευματική. Δεν ήσαν μόνον παρόντα τα κατώτερα αγγελικά τάγ­ματα και δυνάμεις, αλλά και αυτά ακόμη τα Σερα­φείμ και τα Χερουβείμ και οι Θρόνοι παρίσταντο μετά φόβου, ιεραρχικώς κατά τάξιν. Θεωρούσαν μετά φόβου όχι μικροτέρου (ίσως μεγαλυτέρου εκείνου θα έλεγα, αν επετρέπετο), εκπληττόμενοι διά την δευτέρα Αυτού κένωση και συγκατάβαση. Ό,τι έγινε άλλοτε προς χάριν ολοκλήρου του γένους των ανθρώπων, τώρα για μία μόνον ψυχή, για μία μόνον γυναίκα συντελείτο ένα τοιούτο θαύμα.
Η συνοδεία ήταν λαμπρά και πολυάριθμος, όπως άρμοζε διά την άφιξη του Δεσπότου και την αναχώρηση της Δεσποίνης, αλλά η θέασις των συντελουμένων, ως είπα ήδη, εγίνετο μόνον από τους καθαρθέντας, αν και η παρουσία του Δεσπότου ήταν ακατανόητος και εις αυτούς τους Μαθητάς και Αποστόλους που ήσαν πεπληρωμένοι από την δύναμη της κατοικούσης εις αυτούς χάριτος του Αγίου Πνεύ­ματος. Παρίστατο εκεί ο Χριστός με σώμα και μορφή πλήρως τεθεωμένη, λαμπροτέρα της αστραπής και της λάμψεώς της εις το Θαβώρ, αλλά μικροτέρα της φυσικής της λαμπρότητος ενώ οι Απόστολοι ήσαν ωσάν νεκροί.
Ο Κύριος ευθύς τους λέγει “ειρήνη υμίν”, όπως άλλοτε όταν εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων, εις τον ίδιον αυτόν οίκον όπου συνήχθησαν και τότε και τώρα, τον οίκον του Ιωάννου, όπου τότε τους συγκέντρωσε διά τον φόβον των Ιουδαίων και σήμερον τους συνήγαγε διά την γεννήσασα τον Κύριον, η οποία και κατοικούσε εις αυτόν μετά του ηγαπημένου και παρθένου μαθητού, του δευτέρου και θετού υιού της.
Ακούοντες οι Μαθηταί αυτήν την γλυκεία, την πραεία και γνώριμο φωνή, ανέλαβαν θάρρος εις το σώμα και εις την ψυχή και, όσο τους ήτο δυνατόν, ύψωσαν τα μά­τια τους ως προς τον δίσκον του ηλίου, την ώρα όπου Εκείνος χαμήλωνε ολίγο την λα­μπρότητα της ανατολής Του και τους περιέλαμπε μετά φωτισμού μετριοτέρου.
Αλλά ας σταθούμε ολίγον εις τα επι­θανάτια Αυτής. Η ψυχή της ευρίσκεται σε μία συγκίνηση πελώρια και σχεδόν σκιρτά και προφθάνει ασυγκράτητος και σπεύδει να απομακρυνθεί από του σώματος ώστε το γρηγορότερον να ευρεθεί μετά του Υιού της και να προσπέσει εις τας χείρας Του και να αναχωρήσει μετ’ Αυτού. Πώς ήτο δυ­νατόν να υπομείνει την χαράν αυτήν, όπως την λύπην τον καιρόν του Πάθους, και πώς εμείς να μην επιθυμούμε να ειπούμε πως αυτή δεν πέθανε, αν και δεν το λέγομεν αυτό για να μην πούμε καινοφανή διδάγματα.
Εδάκρυσε, και πάλι έγινε ανωτέρα των δακρύων από την μεγάλη ευτυχία και το παράδοξο θέαμα, βλέπουσα μετά σώματος Εκείνον, όπου ολίγο παλαιότε­ρον τον είδε να σύρεται, να καθυβρίζεται και να κτυπάται, και ενώ περιεβάλλετο υπό τόσων μυριάδων Αγγέλων, υπό τόσης λαμπρότητος και τόσης δόξης. Έβλεπε το πρόσωπον και την μορφήν Εκείνου, του άλλοτε εμπαιζομένου και καταπτυομένου, του περιβαλλομένου την πορφυράν χλαίναν της εντροπής, να περιβάλλεται τώρα με τόσην αξία και λαμπρότητα.
Αυτόν όπου δεν είχεν είδος ουδέ κάλλος, τώρα να αστράπτει από το κάλλος της καλλοποιού θεότητός Του, τον άλλοτε νεκρόν όπου κατεδικάσθη ως αντίθεος, τον έβλεπε Θεόν και Βασιλέα και Κριτήν των πάντων, αθάνατον και ανίκητον. Ω, πώς διεμοιράζετο και πάλι με­ταξύ των αντιθέτων, όπως και εν τω καιρώ της Σταυρώσεως. Το δράμα την εγέμιζεν ευφροσύνη, υπερέχαιρεν η ψυχή της, αλλά συνεστέλλετο αναχωρούσα προς εκείνη την δόξα και λαμπρότητα.
Τώρα πλέον δοξολογούσε περισσότερο από πριν Εκείνον όπου την εδόξασε. Προσηύχετο διά τους Αποστόλους και για όλους τους παρόντας, ικέτευε για τους απανταχού πιστούς ή μάλλον υπέρ παντός του κόσμου και αυτών ακόμη των εχθρών και των σταυρωτών. Ζητούσε να λάβει από τον Δεσπότην κάποιο λόγον ή κάποιο σημείον ως εγγύηση της σωτηρίας τους, απλώνουσα ικετευτικώς τα χέρια εκείνα με τα οποία Τον ενηγκαλίζετο, κινούσα την γλώσσαν εκείνη και τα χείλη με τα οποία Τον ησπάζετο, υπενθυμίζουσα τον θηλασμόν Του, και κλαίουσα από ευτυχία, έκαμε το παν, μιγνύουσα αποχαιρετιστήριους λόγους και προσευχές.
Τότε αρχίζουν την υμνωδία οι Άγγελοι και όλοι μένουν ακίνητοι και εκστατικοί, όχι από φόβο αλλά από χαρά, οι Απόστολοι αντιφωνούν με την δική τους ψαλμωδία, και έτσι, περνώντας από το πανάγιον στόμα η υπεραγία ψυχή της, ωσάν σε ύπνο, παραδίδεται εις τον Υιόν της, διαφεύγουσα τις ωδίνες του θανά­του, όπως τις διέφυγε και κατά την γέννηση ή μάλλον με την ίδια και μεγαλυτέρα χαρά και όπως τότε, όταν ανεκφράστως προήρχετο εξ αυτής ο Υιός και Θεός της, και τώρα όπου αυτή εξήρχετο προς τον Θεόν ο οποίος παρίστατο όχι μόνο νοερώς αλλά και αισθητώς.
Ευθύς, όλοι οι Άγγελοι και μερικές άλλες αγγελικές δυνάμεις άρχισαν να ψάλλουν, και μετά του πνεύματος μεν εξήρχετο κάποια άφθονος και ανεξήγη­τος ευωδία, ενώ το σώμα περιεβάλλετο από πλούσιο και απλησίαστο φως, ώστε και ο αέρας γέμισε από ήχους και άσματα, περισσότερο όμως από την ευχάριστον ευωδία, το δε σώμα ακτινοβολούσε από παντού, ώστε να γίνεται κάπως αθέατο. Έτσι λοιπόν διαμοιράζονται την Παρθένον, οι μαθηταί και ο Διδάσκα­λος, τα επίγεια και τα ουράνια, όπως και μετ’ ολίγον ο ουρανός και ο παράδει­σος. Ο Κύριος και τα περί αυτόν λειτουργικά πνεύματα έλαβαν την ψυχή, ενώ οι μαθηταί το σώμα.

   ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ: ΣΤΑΧΤΗ ΕΙΜΑΙ ΚΑΙ ΠΗΛΟΣ...


15Τίποτε δεν είναι τυχαίον εις τον κόσμο.Την ζωή μας και όλα τα της ζωής μας τα διοικεί ο Δεσπότης Χριστός.Εις τον πόνον και τας πικρίας μας έρχεται εις συνάντησιν το Άγιο Πνεύμα και εξάγει χαράν θεοδώρητον. Δεν αντιλαμβανόμεθα πολλάκις την παρουσίαν του,διότι είμεθα απερροφημένοι από την καθημερινότητα των μεριμνών μας.

Όμως Aυτό, πνέον όπου θέλει, πνέει και εις την καρδίαν μας κα την δροσίζει. Ως βάλσαμον χύνεται επάνω μας η θεία παράκλησις. Το έλεος του Θεού κατέρχεται από τον ουρανόν κα πλημμυρίζει την ζωήν μας. Όσον πιο πολλαί είναι αι οδύναι μας τόσο περισσότεραι αι επισκέψεις του Θεού.
Ανοίγεις τα πνευματικά βιβλία και βλέπεις να σου μιλά ο Θεός.

Νοιώθεις αμέσως το φτερούγισμα του Πνεύματος. Νοιώθεις  να απαντά  ο Θεός στις απορίες σου. Βλέπεις να διαλύη τα σκοτάδια σου, να ανοίγει τους δρόμους σου, όταν υπάρχει μπροστά σου αδιέξοδο. Βλέπεις να μην αφήνει κανένα σημάδι σκοτεινό  μέσα στο περασμά σου. Τότε γεμάτος χαρά φωνάζεις “νυν ηρξάμην λαλήσαι προς τον Κύριο μου. Εγώ δε ειμί γη και σποδός”. Άρχισα να κουβεντιάζω με τον Θεό μου, με τον Χριστόν μου. Και τι είμαι εγώ που μιλάω μαζί του;

Στάχτη είμαι, πηλός είμαι. Μου κάνει όμως αυτήν την χάρι ο Θεός.

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ

                                          Γερόντισσα Γαβριηλία:
                 Όλοι πεινούν και διψούν για Αγάπη! (αποφθέγματα)

Γερόντισσα Γαβριηλία:Όλοι πεινούν και διψούν για Αγάπη! (αποφθέγματα) facebook share
Κάθε τόπος μπορεί να γίνει τόπος Ανάστασης. Φτάνει να ζείς την Ταπείνωση τού Χριστού.

Να κοιμάσαι. Φτάνει να είσαι σέ εγρήγορση.

Υπάρχουν άνθρωποι που αγρυπνούν για μερικούς, και υπάρχουν άνθρωποι που αγρυπνούν για όλους.

Όχι μιά γνώση που μαθαίνεις, αλλά μιά γνώση που παθαίνεις. Αυτή είναι η Ορθόδοξη Πνευματικότητα.

Μη θέλεις τα πολλά, τα παραδίπλα σου, ή τα πέρα μακρυά. Αντίθετα φρόντισε αυτό το λίγο που έχεις να το Αγιάσεις.

Η ζωή της Εκκλησίας βρίσκεται πέρα από κάθε ηθική πειθαρχία ή θρησκευτικά καθήκοντα. Είναι υπέρβαση της Ηθικότητας στην Πνευματικότητα.

Μη στερείς τους άλλους από  τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι, από τον Άρτο της Ζωής που σου προσφέρει Ολόκληρο ο Κύριος.   Όλοι πεινούν και διψούν για Αγάπη.
Γερόντισσα Γαβριηλία            

Δείτε την εικόνα της Μεγαλόχαρης στην Τήνο όπως είναι πίσω από τα τάματα (Φωτο)


Πρόκειται για ένα από τα ιερότερα σύμβολα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Η Ιερή Εικόνα της Παναγίας που φυλάσσεται στην Τήνο, έχει συνδεθεί άμεσα με την πίστη του Έλληνα για την Παναγία αλλά και με τους απελευθερωτικούς αγώνες του λαού μας τους προηγούμενους δυο αιώνες.
Κάτι που αρκετοί μπερδεύουν, εξαιτίας της κεντρικής πανηγύρεως του Ναού της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο, είναι η απεικόνιση της Παναγίας στην συγκεκριμένη εικόνα.
Η Εικόνα της Παναγίας της Τήνου δεν απεικονίζει την Κοίμηση της Θεοτόκου αλλά τον Ευαγγελισμό. Πρόκειται για μια εικόνα με ιδιαίτερη τεχνοτροπία η οποία σύμφωνα με κάποιους μελετητές αποδίδεται στον Απόστολο Λουκά.
Πως είναι όμως η εικόνα της Παναγίας πίσω από τα τάματα των πιστών;
Αυτή είναι μια από τις σπανιότερες απεικονίσεις της εικόνας της Παναγίας της Τήνου, χωρίς το χρυσό «πουκάμισο» που την κοσμεί και τα αφιερώματα των πιστών που βρίσκονται πάνω από αυτό.
Πρόκειται για την εικόνα του Ευαγγελισμού στην οποία απεικονίζονται, δεξιά η Παναγία και αριστερά ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κρατώντας τον κρίνο.
Πάνω από τα δυο πρόσωπα εικονίζεται το Άγιο Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού.
Η εικόνα της Παναγίας βρέθηκε στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα ο Ναός Της ύστερα από όραμα της Αγίας Πελαγίας στις 30 Ιανουαρίου 1823.

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Το ψωμί που αποθηκεύεις είναι του πεινασμένου


Ποιον αδικώ, λέει ο πλούσιος, προστατεύοντας αυτά που μου ανήκουν;
Πες μου λοιπόν, τι σου ανήκει; Από που τα πήρες και τα έφερες στη ζωή σου;
Δεν ήρθες στον κόσμο γυμνός; Γυμνός δεν θα επιστρέψεις στη γη; Που τα βρήκες αυτά που έχεις τώρα; Αν πιστεύεις ότι στα χάρισε η τύχη είσαι άθεος, δεν αναγνωρίζεις τον δημιουργό, δεν νοιώθεις ευγνωμοσύνη γι αυτόν που στα έδωσε αν όμως παραδέχεσαι ότι προέρχονται απ τον Θεό, πες μου για ποιο λόγο στα έδωσε;
Μήπως είναι άδικος ο Θεός και μοιράζει άνισα τα απαραίτητα για τη ζωή; Γιατί εσύ είσαι πλούσιος κι εκείνος φτωχός; Όχι γι’ άλλο λόγο παρά για να ανταμειφτείς εσύ για την καλοσύνη και τη σωστή διαχείριση της περιουσίας, κι εκείνος για να κερδίσει τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής.
Όμως εσύ τα έκρυψες όλα στους αχόρταγους κόλπους της πλεονεξίας νομίζεις λοιπόν ότι κανένα δεν αδικείς όταν τόσους στερείς από τα αγαθά αυτά;
Ποιος είναι πλεονέκτης; Όποιος δεν περιορίζεται στα απαραίτητα. Ποιος άρπαγας; Εκείνος που αφαιρεί την περιουσία των άλλων.
Εσύ δεν είσαι πλεονέκτης; Δεν είσαι άρπαγας; Δεν κρατάς για τον εαυτό σου όσα σου δόθηκαν για να τα διαχειριστείς προς όφελος όλων; Αυτός που γδύνει τον ντυμένο θα ονομαστεί λωποδύτης αλλά αυτός που δεν ντύνει τον γυμνό μήπως δεν αξίζει αυτή την ονομασία;
Το ψωμί που αποθηκεύεις είναι του πεινασμένου, τα ρούχα που συσσωρεύεις είναι του γυμνού, τα παπούτσια που τα ‘χεις και σαπίζουν είναι του ξυπόλυτου, τα λεφτά που θάβεις για να μη στα κλέψουν είναι του φτωχού. Είναι τόσοι αυτοί που αδικείς όσοι αυτοί που θα μπορούσες να βοηθήσεις.
Μέγας Βασίλειος

Ανάλυση της Ευχής “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλόν”


Του Aρχιμ. Aιμιλιανού Kαθηγουμένου I. M. Σίμωνος Πέτρας
Tην προσευχήν του Aγίου Όρους ποιός δεν την γνωρίζει; Aποτελείται από μίαν φράσιν μικράν, από μετρημένας τας λέξεις.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλόν
Mε την βοεράν κραυγήν «Kύριε», δοξολογούμεν τον Θεόν, την ένδοξον μεγαλειότητά Tου, τον βασιλέα του Iσραήλ, τον δημιουργόν της ορατής και αοράτου κτίσεως, όν φρίττουσι τα Σεραφείμ και τα Xερουβείμ.
Mε την γλυκυτάτην επίκλησιν και πρόσκλησιν «Iησού», μαρτυρούμεν, ότι είναι παρών ο Xριστός, ο σωτήρ ημών, και ευγνωμόνως τον ευχαριστούμεν, διότι μας ητοίμασε ζωήν αιώνιον.
Mε την τρίτην λέξιν “Xριστέ”, θεολογούμεν, ομολογούντες ότι ο Xριστός είναι αυτός ο Yιός του Θεού και Θεός. Δεν μας έσωσε κάποιος άνθρωπος, ούτε άγγελος, αλλά ο Iησούς Xριστός, ο αληθινός Θεός.
Eν συνεχεία, με την ενδόμυχον αίτησιν «ελέησόν με», προσκυνούμεν και παρακαλούμεν να γίνη ίλεως ο Θεός, εκπληρών τα σωτήρια αιτήματά μας, τους πόθους και τας ανάγκας των καρδιών μας.
Kαι εκείνο το «με», τί εύρος έχει! Δεν είναι μόνον ο εαυτός μου – είναι άπαντες οι πολιτογραφηθέντες εις το κράτος του Xριστού, εις την αγίαν Eκκλησίαν, είναι όλοι αυτοί που αποτελούν μέλος του ιδικού μου σώματος.
Kαι, τέλος, διά να είναι πληρεστάτη η προσευχή μας, κατακλείομεν με την λέξιν «τόν αμαρτωλόν», εξομολογούμενοι – πάντες γάρ αμαρτωλοί εσμεν – καθώς εξωμολογούντο και όλοι οι Άγιοι και εγίνοντο διά ταύτης της φωνής υιοί φωτός και ημέρας.
Eξ αυτών αντιλαμβανόμεθα, ότι η ευχή εμπεριέχει δοξολογίαν, ευχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν και εξομολόγησιν.

   ΤΙ ΕΙΠΕ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ο ΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ...


Ν.Καζαντάκης:Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;

- Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
- Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
- Ἕνας μονάχα δρόμος.
- Πῶς τὸν λέν;
- Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
- Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.

Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.

Ἀνατρίχιασα.

Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» ,ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964

Το Πανίσχυρο Όπλο


Ρώτησαν τόν Αββά Λογγίνο:
- Ποιά αρετή είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες;
Καί απάντησε:
- Σκέφτομαι, ότι, όπως η υπερηφάνεια είναι τό μεγαλύτερο απ? όλα τά πάθη, αφού καί από τόν ουρανό μπόρεσε νά ρίξει κάποιους (δηλαδή τόν Εωσφόρο καί τό τάγμα του), έτσι καί η ταπεινοφροσύνη είναι η μεγαλύτερη απ? όλες τίς αρετές, γιατί κι απ? αυτά τά τάρταρα μπορεί ν? ανεβάσει ένα άνθρωπο, ακόμα κι άν είναι αμαρτωλός σάν δαίμονας.
Νά γιατί ο Κύριος πρίν απ? όλους μακαρίζει τούς «πτωχούς τώ πνεύματι», (δηλαδή τούς ταπεινούς) (Ματθ. 5:3).
***
Ένας γέροντας είπε:
- Προτιμώ ήττα πού θά συνοδεύεται από ταπεινοφροσύνη, παρά νίκη πού θά συνοδεύεται από υπερηφάνεια.
***
Ένας (άλλος) γέροντας είπε:
- Πολλές φορές η ταπείνωση έσωσε πολλούς, καί μάλιστα άκοπα.
Κι αυτό τό αποδεικνύουν ο τελώνης καί ο άσωτος υιός, πού είπαν μόνο λίγα λόγια καί σώθηκαν (βλ. Λουκ. 18:13 – 15:21).
***
Ο αββάς Ησαΐας είπε:
- Περισσότερο απ’ όλα έχουμε ανάγκη από τήν ταπεινοφροσύνη.
Γι? αυτό άς είμαστε πάντα έτοιμοι, σέ κάθε λόγο πού ακούμε ή εργασία (πού κάνουμε), νά λέμε (στόν πλησίον):
«Συγχώρεσέ με».
Γιατί μέ τήν ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται όλα τά (πονηρά έργα) τού εχθρού.
***
Η αμμά Θεοδώρα έλεγε, πώς ούτε η άσκηση ούτε η κακουχία ούτε οι οποιοιδήποτε κόποι σώζουν (τόν άνθρωπο), παρά μόνο η γνήσια ταπεινοφροσύνη. (Καί γιά επιβεβαίωση διηγόταν τό εξής:)
- Ήταν κάποιος αναχωρητής, πού έδιωχνε τούς δαίμονες. Καί τούς εξέταζε, γιά νά μάθει μέ ποιόν τρόπο βγαίνουν (από τόν άνθρωπο). «Μέ τή νηστεία;» τούς ρωτούσε. «Εμείς ούτε τρώμε ούτε πίνουμε», απαντούσαν εκείνοι.
«Μέ τήν αγρυπνία;». «Εμείς δέν κοιμόμαστε καθόλου», έλεγαν.
«Μέ τήν αναχώρηση (από τόν κόσμο);». «Εμείς ζούμε στίς ερήμους», αποκρίνονταν.
Επειδή ο γέροντας επέμενε καί έλεγε, «Μέ ποιόν λοιπόν τρόπο βγαίνετε;», εκείνοι ομολόγησαν:
«Τίποτα δέν μάς νικάει, παρά μόνο η ταπεινοφροσύνη».

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

 Ένας απλός και άκακος άνθρωπος, βοσκός


Διηγήθηκε ένας από τους Αγίους Πατέρες, την ακόλουθη ιστορία που άκουσε στην έρημο της Θηβαϊδος.
Συνέβηκε κάποτε, και πέρασε από την έρημο ένας μεγάλος πνευματικός, και στην αρετή περιβόητος. Τότε πολλοί από τους Πατέρες έτρεχαν και εξομολογούντο σ'αυτόν. Μεταξύ τους δε πήγε και ένας απλός και άκακος άνθρωπος, βοσκός
στο επάγγελμα, που δεν ήξερε τι θα πει αμαρτία. Μόνη του δε επιθυμία ήταν πως να κερδίσει τον παράδεισο. Ο πνευματικός τότε του είπε να κρατεί τον ίσιο δρόμο, και θα φθάσει στον παράδεισο. Άκακος όπως ήταν, ερμήνευσε κατά γράμμα τα λόγια του πνευματικού, και περπατώντας τρεις μέρες έφτασε σ'ένα μοναστήρι, και είπε στον
ηγούμενο τον πόθο του. Από τα λόγια του ο ηγούμενος εννόησε την απλότητα και ακεραιότητα του, τον δέχτηκε στο μοναστήρι, και αφού τον έκαμε μοναχό, τον έβαλε
να «φιλοκαλή» την Εκκλησίαν, δηλαδή τον έκαμε νεωκόρο.
Μια μέρα, όταν τον επεσκέφτηκε ο Ηγούμενος και τον νουθετούσε τα αναγκαία για την σωτηρία του, πήρε και αυτός θάρρος και τον ρώτησε, ποιός είναι αυτός που
είναι κρεμμασμένος πάνω από το εικονοστάσιο, και είναι συνέχεια νηστικός και διψασμένος, μη γνωρίζωντας ότι είναι ο Δεσπότης Χριστός. Αστεϊζόμενος τότε
ο Ηγούμενος του είπε, πως αυτός ήταν νεωκόρος πρωτύτερα, και επειδή αμελούσε το «διακόνημα» του (υπηρεσία), τον ετιμώρησε να κρέμμεται επάνω στο σταυρό. Ο
απλός τότε δεν είπε τίποτε, το βράδυ όμως σαν πήρε το φαγητό του, αφού έκλεισε την Εκκλησία, άρχισε να παρακαλεί τον κρεμασμένο να κατεβή να φάνε μαζί.
Έβαζε μάλιστα μάρτυρα τον Θεό, πως αν δεν κατέβει ούτε αυτός τρώει. Τότε ο πράος και ταπεινός Κύριος, αυτός που κάθεται στις καρδιές των πραέων, του απάντησε
πως φοβάται να κατέβει, μήπως το μάθει ο Ηγούμενος και τον τιμωρήσει. Ο απλός όμως και πάλι επέμενε, και τότε του φάνηκε πως ο Κρεμασμένος κατέβηκε, και έτρωγαν και συνομιλούσαν μαζί. Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ
(ω της πολλής σου φιλανθρωπίας Χριστέ) και ενώ οι άλλοι μοναχοί άκουαν ομιλίες στο ναό, όταν έμπαιναν μέσα έβλεπαν μόνο τον απλό που τους βεβαίωνε πως ήταν μόνος. Τότε έβαλαν ένα μοναχό, πολύ αγαπητό στον νεωκόρο, ο οποίος κατώρθωσε και έμαθε από τον απλό, πως κάθε βράδυ κατεβαίνει ο φαινόμενος κατάδικος, και συντρώγουν και του υπόσχεται πως γι'αυτο του το δείπνο, θα τον φιλεύση πλουσιοπάροχα στο σπίτι του πατέρα του
Όταν έμαθε ο ηγούμενός αυτά, κάλεσε τον απλό και αφού τον έπεισε να του πει αυτά που συμβαίνουν , τότε του είπε το επόμενο βράδυ να παρακαλέσει τον φαινόμενο, και για τον ηγούμενο και να τον φιλεύση και αυτον στο σπίτι του πατέρα του. Πράγματι ο απλός παρακάλεσε το επόμενο βράδυ για τον ηγούμενο, αλλα πήρε απάντηση πως αυτό δεν γίνεται, και έτσι να μην τον ενοχλεί γιατί ο ηγούμενος δεν είναι άξιος ούτε για τα ψίχουλα που πέφτουν απ'εκείνο το τραπέζι.
Σαν άκουσε το πρωί ο ηγούμενος την απόφαση λυπήθηκε άμετρα, ελπίζοντας όμως στο έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού, με κλάματα παρακαλούσε τον απλό να επιμένει και να βιάζει τον αβίαστο να τον δεχθεί και αυτόν στο ουράνιο τραπέζι. Ο απλός συνέχισε να παρακαλεί το επόμενο βράδυ το Δεσπότη Χριστό, αλλά ο Κύριος του είπε να μην επιμένει γιατί δεν γίνεται. Τότε η άπλαστη εκείνη ψυχή αποκρίνεται και του λέγει: «καλώς λέγεις ότι δεν είναι άξιος ο Ηγούμενος δια την άνωθεν τράπεζα, αλλά δια το ψωμί όπου μας έθρεφε τόσας ημέρας, όπου αν έλειπεν θα απεθάναμεν από την πείναν, καν δια ταύτην την καλωσύνην του δεν τον δέχεσαι;»
Και ο Δεσπότης Χριστός «ας είναι είπε δια την αγάπη σου, και μόνον δια να μη σε λυπήσω, επειδή και τόσην αγάπη και φροντίδα έχεις, και μεριμνάς πολύ δια τον πλησίον σου, ειπέ του λοιπόν να διορθωθή καλώς, και μετά οκτώ ημέρας να έλθητε αμφότεροι εις την ητοιμασμένη χαράν.»
Αφού έμαθε αυτά ο Ηγούμενος χάρηκε, έκαμε την πρέπουσα μετάνοια, και αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, αρρώστησε λίγο, και παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό μετά από οκτώ μέρες. Ο δε απλός εκεί που συνομιλούσε κατά τη συνήθεια με τον αγαπημένο του Δεσπότη, πέταξε η μακαρία του ψυχή και μετέβησαν και οι δύο σ'εκείνη την ευτυχισμένη και ατελεύτητη ζωή, την οποία είθε και εμείς «χάριτι Θεού», να απολαύσουμε.
Αμήν.

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

   Ο ΚΟΠΟΣ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ


15Στην ιερά αυτή Σκήτη, της Αγίας Άννης με πίστη και αφοσίωση, όπως και σ' όλη την περιφέρεια του Αγίου Όρους, έχουν αφιερώσει τη ζωή τους πολλοί ευλαβείς χριστιανοί, από όλα τα μέρη της Ελλάδος, καθώς και από άλλα ακόμη Ορθόδοξα χριστιανικά Κράτη, όπως είναι Ρώσοι, Ρουμάνοι, Σέρβοι και Βούλγαροι και κατά καιρούς έχουν ασκητέψει. Ειδικά στη Σκήτη αυτή της Αγίας Άννης έχουν συνασκητέψει πολλά κατά σάρκα αδέλφια, με αρετή και πνευματική προκοπή... όπως ήταν οι αδελφοί «Καρτσωναίοι» τέσσερα κατά σάρκα αδέλφια και οι τέσσερις πνευματικοί, οι «Λεονταίοι», ό Παπά -Χαράλαμπος με τον Παπα - Θεοδόσιο, ό Γαβριήλ με τον Ιωάννη οί Μυτιληνιοί, πέντε άλλα αδέλφια στην Καλύβα «Αγία Τριάς» και πολλοί άλλοι για τους οποίους ακούσαμε, αλλά δεν αξιωθήκαμε να τους γνωρίσουμε, γι' αυτό και δεν αναφέρονται εδώ με τα ονόματα τους.

Για να στερεωθεί περισσότερο ή πίστη των Πατέρων και αδελφών αυτών και να μένουν μέχρι τέλους της ζωής τους στα βράχια αυτά, με διάφορα σημεία και θαύματα, ό Πανάγαθος Θεός δυνάμωνε και στερέωνε την πίστη και αγάπη τους για τα ιερά και αγιασμένα μέρη αυτά του Αγίου Όρους.

Σε διάφορα σημεία του Αγίου Όρους, συναντάμε στο δρόμο μικρά προσκυνηταράκια, μικρές εικόνες ή σταυρούς, πού το καθένα απ' αυτά έχει την ιστορία του. Γι' αυτά σας παραθέταμε όσα οι Πατέρες προφορικά μας παρέδωκαν:
α) Στη Σκήτη της Αγίας Άννης, από τη θάλασσα ό δρόμος είναι πολύ ανηφορικός και κοπιαστικός.

Οι Πατέρες, κατά την περίοδο του Αυγούστου, ανέβαζαν με την πλάτη το σιτάρι τους και ότι άλλο ήταν απαραίτητο για τροφή και συντήρηση και ανέβαιναν μετά κόπου πολλοί βαρεία φορτωμένοι, γιατί πριν από 50 - 60 χρόνια δεν επιτρεπόταν να έχει κανείς υποζύγια.

Μετά από λίγα χρόνια και μέχρι σήμερα, ή πίστη μας λιγόστεψε, ή φύση μας αδυνάτισε ή στις ανέσεις σιγά - σιγά γυρίσαμε και στις ευκολίες της ζωής; Δεν γνωρίζω ποιο άπ' όλα συντέλεσε να μη συνεχίζεται μέχρι σήμερα εκείνη ή ωραία, αυστηρή, αλλά και πολύ βαριά και δυσβάστακτη Παράδοση, κατά την οποία δεν επετρέπετο ή μεταφορά των αγαθών με υποζύγια, άλλ' ας ίδωμεν την συνέχεια, που με διάφορες θαυματουργικές επεμβάσεις της Κυρίας Θεοτόκου και της θείας Προνοίας δυνάμωνε και ανεζωπυρώνετο ή πίστη και αυταπάρνηση των Πατέρων μας.

Μια μέρα, ένας υποτακτικός νέος. ενώ ανέβαζε το φορτίο με τα τρόφιμα στην πλάτη, από τη θάλασσα, να το πάει στην Καλύβα πού ήταν στη Σκήτη, κουρασμένος κάθισε να ξεκουραστεί λίγο. Τότε ο Σατανάς δεν έχασε καιρό κι άρχισε να τον πειράζει με διάφορους λογισμούς, και να του βάζει στο μυαλό, πώς άδικα κοπιάζει κι ότι οι κόποι αυτοί θα πάνε χαμένοι, γιατί γίνονται για το σώμα κι όχι για την ψυχή και με άλλα παρόμοια του βασάνιζε το νου. Αυτά του φέρανε κάποια απροθυμία και στενοχώρια με ψυχική θλίψη.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσε μια φωνή, πού πληροφορήθηκε πώς ήταν φωνή της Παναγίας, να του λέγει: «Γιατί στενοχωριέσαι και θλίβεσαι παιδί μου; Οί κόποι σου δε θα πάνε χαμένοι, ό ιδρώτας πού χύνεις με τόση προθυμία να ανεβαίνεις αυτόν τον δύσκολο ανήφορο και να πηγαίνεις με τη πλάτη το φορτίο σου πάνω στη Σκήτη και συ και όλοι οι αδελφοί πού κάνουν αυτό τον κόπο, ό Υιός και Θεός μας, ό Δεσπότης Χριστός, θα το δεχθεί σαν αίμα μαρτυρικό και αυτά πού άκουσες να τα ειπείς σ' όλους τους αδελφούς να ανεβάζουν αγόγγυστα το φορτίο τους και θα έχουν μισθό αιώνιο».

Ό Μοναχός ενθουσιασμένος από την πληροφορία αυτή της Παναγίας, γεμάτος χαρά πήγε στο Κυριάκο και όλα αυτά είπε στους Πατέρες, οι όποιοι με χαρά και προθυμία ανέβαζαν τα φορτία τους στην πλάτη από τη θάλασσα.

Εις ανάμνηση του θαύματος αυτού, οι πατέρες, στο σημείο εκείνο πού ακούστηκε ή φωνή, έστησαν το προσκυνητάρι στο οποίο έβαλαν την εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου και την ευχαρίστησαν πού τους έδειξε με τον τρόπο αυτόν ότι αναγνωρίζονται και πληρώνονται οι κόποι των Μοναχών και κάθε ανθρώπου, πού για την αγάπη του Υιού και Θεού Της υπομένουν.

Τελευταίως, ό Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, κατέγραψε το ιστορικό αυτό γεγονός επί του ιερού Προσκυνηταρίου της Αγίας Άννης.  

   ΟΤΑΝ Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΣΤΑ ΚΑΡΟΥΛΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΟΝ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗ


Τελείωνε πια το προσκύνημά μας. Τις παραμονές του μισεμού πήρα τον ανήφορο μοναχός, ν’ ανέβω στ’ άγρια ησυχαστήρια, ανάμεσα στους βράχους αψηλά απάνω από τη θάλασσα, στα Καρούλια.

Τρυπωμένοι μέσα σε σπηλιές, ζουν εκεί και προσεύχουνται για τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά από τον άλλο, για να μην έχουν και την παρηγοριά να βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι, οι πιο άγιοι ασκητές του Αγίου Όρους.


Ένα καλαθάκι έχουν κρεμασμένο στη θάλασσα, κι οι βάρκες που τυχαίνει κάποτε να περνούν ζυγώνουν και ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ελιές, ότι έχουν, για να μην αφήσουν τους ασκητές να πεθάνουν της πείνας.

Πολλοί από τους άγριους αυτούς ασκητές τρελαίνουνται. Θαρρούν πώς έκαμαν φτερά, πετούν απάνω από τον γκρεμό και γκρεμίζουνται…. Κάτω ο γιαλός είναι γεμάτος κόκκαλα.Ανάμεσα στους ερημίτες τούτους ζούσε τα χρόνια εκείνα, ξακουστός για την αγιοσύνη του, ο Μακάριος ο Σπηλαιώτης.

Αυτόν κίνησα να δω. Από τη στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ.

Όχι τα κρίματά μου, δεν πίστευα να χα κάμει ως τότε πολλά, όχι τα κρίματά μου παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ’ έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Έφτασα κατά το μεσημέρι στ’ ασκηταριά.


Τρύπες μαύρες στον γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε από μια σπηλιά, τρόμαξα.

Σα να χε φτάσει κιόλας η Δευτέρα Παρουσία και ξεπρόβαλε ο σκελετός αυτός από τη γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει να ντυθεί όλες τις σάρκες του.

Φόβος κι αηδία με κυρίεψε, και συνάμα κρυφός ανομολόγητος θαμασμός.

Δεν τόλμησα να τον ζυγώσω, τον ρώτησα από μακριά. Άπλωσε το ξεραμένο μπράτσο, αμίλητος, και μου δείξε μια μαύρη σπηλιά αψηλά στα χείλια του γκρεμού.

Πήρα ν’ ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τα αγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Έσκυψα να δω μέσα. Μυρωδιά χωματίλα και λιβάνι, σκοτάδι βαθύ. Σιγά-σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σε μια σκισμάδα του βράχου, τίποτα άλλο.

Έκαμα να φωνάξω, μα η σιωπή μέσα στο σκοτάδι ετούτο μου φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν τόλμησα. Σαν αμαρτία, σαν ιεροσυλία μου φάνηκε εδω η φωνή του ανθρώπου.

Είχαν πια συνηθίσει τα μάτια μου στο σκοτάδι, κι ως τα γούρλωνα και κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός, ένα πρόσωπο χλωμό, δυό χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά ξεπνεμένη φωνή:

– Καλώς τον!

Έκαμα κουράγιο, μπήκα στη σπηλιά, προχώρησα κατά τη φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, είχε σηκώσει το κεφάλι ο ασκητής, και διέκρινα στο μεσόφωτο το πρόσωπό του άτριχο, φαγωμένο από τις αγρύπνιες και την πείνα, με αδειανούς βολβούς, να γυαλίζει βυθισμένο σε ανείπωτη μακαριότητα. Τα μαλλιά του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι του σαν κρανίο.

– Ευλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα να του φιλήσω το κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ώρα σωπαίναμε.

Κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη που είχε εξαφανίσει το κορμί της, αυτό βάραινε τις φτερούγες της και δεν την άφηνε ν’ ανέβει στον ουρανό.

Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει.

Κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τα χε φάει.

Δεν ήξερα τι να πω, από που ν’ αρχίσω.

Σαν ένα στρατόπεδο ύστερα από φοβερή σφαγή μου φάνταζε το σαράβαλο κορμί μπροστά μου. Ξέκρινα απάνω του τις νυχιές και τις δαγκωματιές του Πειρασμού.

Αποκότησα τέλος:

– Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.

- Όχι πια, παιδί μου.Τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου. Δεν έχει δύναμη. Παλεύω με το Θεό.

– Με το Θεό ! έκαμα ξαφνιασμένος κι ελπίζεις να νικήσεις;

–Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου. Μου απόμειναν ακόμα τα κόκαλα. Αυτά αντιστέκουνται.

– Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου. Θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;

– Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.

– Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.

– Ένας μονάχα δρόμος.

– Πώς τον λέν;

– Ανήφορο. Ν’ ανεβαίνεις ένα σκαλί. Από το χορτασμό στην πείνα, από τον ξεδιψασμό στη δίψα, από Τη Χαρά Στον Πόνο. Στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος διάλεξε.

– Είμαι ακόμα νέος. Καλή ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω. Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατό μου, με σκούντηξε:

- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει o Χάρος.


Ανατρίχιασα.

– Είμαι νέος, ξανάπα για να κάμω κουράγιο.

- Ο Χάρος αγαπάει τους νέους. Η Κόλαση αγαπάει τους νέους. Η ζωή ναι ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου, ξύπνα!

Σώπασε μια στιγμή, και σε λίγο:

– Είσαι έτοιμος; μου κάνει.

Αγανάχτηση με κυρίεψε και πείσμα.

– Όχι! φώναξα.

– Αυθάδεια της νιότης! Το λες και καυχιέσαι, μη φωνάζεις. Δε φοβάσαι;

– Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε φοβάσαι;

Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει να φτάσεις στην κορφή της σκάλας, φάνηκε! πόρτα της Παράδεισος. Μα θ’ ανοίξει η πόρτα αυτή να μπεις; Θ’ ανοίξει; είσαι σίγουρος;

Δύο δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του. Αναστέναξε. Και σε λίγο:

- Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου.

– Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή λοιπόν μπορεί να συχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης.

– Αλοίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού. Η κακία τότε κι η αρετή θα μπαίναν αγκαλιασμένες στην Παράδεισο.

– Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, η καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;

Κι ως το πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιος ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πώς θα ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Ασωτος Υιός, ο Σατανάς, θ’ ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ’ ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες» θα του πει «καλώς ήρθες, γιε μου.

Συχώρεσε με που σε τυράννησα τόσο πολύ!».

Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου.

Πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω.

– Έχω ακουστά, γέροντά μου, πώς ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιός, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο.


Άκουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε:

«Τί έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε. «Δεν είσαι ευτυχής;

Πώς να μαι ευτυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ο άγιος. Στη μέση μέση της Παράδεισος ένα σιντριβάνι και κλαίει.

Τί συντριβάνι;

Τα δάκρυα των κολασμένων.

Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν.

– Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη.

Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!

Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα:

– Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.

Άγγιξα το γόνατό του που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο. Το χέρι μου πάγωσε.

– Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο Πειρασμός. Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης θέλω, μα δεν μπορώ.

– Αλίμονο σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε.

Το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει.

Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση;

Όταν στράφηκε στο Θεό κι είπε:

Εγώ. Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ’ το καλά στo νου σου:

– Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ.

Το εγώ, ανάθεμά το!

Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:

– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.

– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε… από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυό, υπήρχε ένα. Το Ένα, ο Ένας. Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος. Από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει. Βλογημένος ο θάνατος! τί ναι ο θάνατος, θαρρείς;Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.

Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν.

Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.

– Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;

– Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε είμαι ευτυχής, παιδί μου.

Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γροικώ τα πέταλα του μουλαριού, γροικώ το Χάρο να ζυγώνει.

Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής. Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς.

Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε o Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού.

Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι o Εωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ασκωσε ο γέροντας το κεφάλι.

– Φεύγεις; έκαμε άε στο καλό. Ο Θεός μαζί σου.

Και σε λίγο, περιπαιχτικά:

– Χαιρετίσματα στον κόσμο.

– Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

   Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ


.Που πηγαίνει η ψυχή του ανθρώπου μετά το θάνατό του;

Η εξέταση που δέχεται από τα πονηρά πνεύματα.

Διηγήθηκε ο αββάς Μακάριος ότι, περπατώντας κάποτε στην έρημο, βρήκε πεσμένο στο χώμα το κρανίο ενός νεκρού. και καθώς το σκούντησε με το φοινικένιο ραβδί του, άκουσε φωνή άπ’ αυτό. το ρώτησε: Ποιος είσαι συ;

Εγώ, αποκρίθηκε το κρανίο, ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών πού έμεναν σ’ αυτόν τον τόπο.

Κι εσύ είσαι ο πνευματοφόρος Μακάριος. Μάθε λοιπόν ότι οποιαδήποτε ώρα σπλαχνιστείς όσους βρίσκονται στην κόλαση και προσευχηθείς γι’ αυτούς, παρηγορούνται λίγο.

Ποία είναι ή παρηγοριά και ποία ή κόλαση; ρώτησε ο γέροντας. Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, απάντησε το κρανίο, τόσο είναι το βάθος της φωτιάς πού βρίσκεται από κάτω μας σ’ αυτή τη φωτιά είμαστε χωμένοι από τα πόδια μέχρι το κεφάλι μας.

Και δεν μπορεί κανείς με το πρόσωπό του ν’ αντικρίσει το πρόσωπο του αλλού, γιατί οι ράχες μας είναι κολλημένες μεταξύ τους. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι για μας, βλέπει λιγάκι ο ένας το πρόσωπο του αλλού. Αυτή είναι ή παρηγοριά.

Μόλις άκουσε αυτά ο γέροντας, αναστέναξε βαθιά και είπε:

Αλίμονο στη μέρα πού γεννήθηκε ο άνθρωπος ο αμαρτωλός.

Καλύτερα θα ήταν να μην είχε γεννηθεί, όπως είπε και για τον ‘Ιούδα ο Κύριος (Ματθ. 26:24).
Ύστερα στράφηκε προς το κρανίο:

- Υπάρχει άλλο χειρότερο βάσανο; – Κάτω από μας υπάρχει μεγαλύτερη κόλαση. – και ποιοι βρίσκονται εκεί;
- Εμείς, είπε το κρανίο, μιας και δεν γνωρίσαμε το Θεό, ελεούμαστε έστω και λίγο. Αυτοί όμως πού γνώρισαν το Θεό και μετά τον αρνήθηκαν και δεν έκαναν το θέλημά Του, αυτοί βρίσκονται κάτω από μας και κολάζονται χειρότερα. Πήρε λοιπόν ο γέροντας το κρανίο, το έχωσε στο χώμα και προχώρησε.

Έλεγε ο μακάριος Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος.

Πόσο φόβο και τρόμο και βία δοκιμάζει ή ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα! Γιατί καταφτάνουν σ’ αυτήν τότε όλοι οι άρχοντες και οι εξουσιαστές τού σκοτεινού κόσμου και της παρουσία ζουν όσα αμαρτήματα έκανε – συνειδητά ή από άγνοια – από τη γέννησή της μέχρι την τελευταία εκείνη στιγμή πού φεύγει από το σώμα.

Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν με δριμύτητα.

Αντιμέτωπες σ’ αυτούς όμως στέκονται και οι άγιες δυνάμεις, αντιπροτείνοντας τα καλά έργα πού τυχόν έκανε ή ψυχή. Σ’ αυτή τη μεγάλη στενοχώρια, μπροστά σ’ ένα τέτοιο αδέκαστο κριτήριο και σε μία τόσο φοβερή εξέταση, φαντάζεσαι τι τρόμο και αγωνία θα έχει ή ψυχή; δεν μπορεί λόγος να διηγηθεί ή νούς να συλλάβει το φόβο εκείνο της ψυχής, ώσπου να τελειώσει ή δίκη και να βγει ή απόφαση από τον δίκαιο Κριτή. Κι αν μεν της δοθεί ελευθερία, αμέσως οι εχθροί ντροπιάζονται και η ψυχή αρπάζεται απ’ αυτούς και χωρίς κανένα εμπόδιο οδηγείται και τοποθετείται στην ανεκλάλητη εκείνη χαρά και δόξα. Αν όμως έζησε με αμέλεια και δεν κριθεί άξια για την ελευθερία, θ’ ακούσει τη φρικτή εκείνη φωνή: «Αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξα Κυρίου» «Ης. 26:10). Τότε αρχίζει γι’ αυτήν η ημέρα της οργής, της θλίψεως και της ατέλειωτης οδύνης. Παραδίνεται στό σκότος το εξώτερο, βυθίζεται στον Άδη, καταδικάζεται στην αιώνια φωτιά, όπου θα κολάζεται στους απέραντους αιώνες. που είναι τότε οι κοσμικές επιδείξεις και οι κομπασμοί; που η κενοδοξία και η καλοπέραση και η απόλαυση της μάταιης και ακατάστατης αυτής ζωής; που είναι τα χρήματα; που η σπουδαία καταγωγή; που ο πατέρας ή η μητέρα ή οι αδελφοί ή οι φίλοι;
Ποιος απ’ αυτούς θα μπορέσει να γλιτώσει την ψυχή πού κατακαίγεται στη φωτιά και δεινοπαθεί από τόσες απερίγραπτες τιμωρίες;

Από το βίο του αγίου Αντωνίου

Κάποια μέρα, στις τρεις το απόγευμα, ο άγιος Αντώνιος ετοιμαζόταν να φάει. Καθώς σηκώθηκε να προσευχηθεί, ένιωσε τον εαυτό του ν’ αρπάζεται νοερά. Και το περίεργο είναι ότι, ενώ στεκόταν, έβλεπε την ψυχή του σαν να έχει βγει από το σώμα και να οδηγείται από κάποιους στον αέρα. Έπειτα έβλεπε άλλους, φοβερούς και μοχθηρούς, να στέκονται στον αέρα και να θέλουν να εμποδίσουν τη διάβασή του. Εκείνοι όμως πού τον οδηγούσαν αντιδικούσαν μ’ αυτούς πού ζητούσαν λόγο, μήπως ήταν υπεύθυνη απέναντί τους για κάτι. Και ενώ ήθελαν να κάνουν έλεγχο της ζωής του από τον καιρό πού γεννήθηκε, οι οδηγοί του αγίου Αντώνιου τους εμπόδιζαν, λέγοντας:

Ο Κύριος του έσβησε όλες τις αμαρτίες από τη γέννησή του.
Μπορείτε να λογαριάσετε μόνο όσα έπραξε αφότου έγινε μοναχός και αφιερώθηκε στό Θεό. Τότε, επειδή τον κατηγορούσαν χωρίς να μπορούν ν’ αποδείξουν τις κατηγορίες, ο δρόμος του έγινε ελεύθερος και ανεμπόδιστος. Και αμέσως είδε την ψυχή του να επιστρέφει, κι ένιωσε να συνέρχεται και να γίνεται πάλι ο Αντώνιος, όπως ήταν πρώτα. Ξέχασε τότε να φάει και πέρασε την υπόλοιπη μέρα κι όλη τη νύχτα με στεναγμούς και προσευχές. Έμενε εκστατικός, καθώς αναλογιζόταν με πόσους έχουμε να παλέψουμε και με τι κόπους πρέπει κανείς να περάσει την εναέρια διάβαση (ώσπου να φτάσει στον ουρανό). Και σκεφτόταν ότι αυτό εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έλεγε, «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος» (Έφ. 2:2). Γιατί η εξουσία του εχθρού αυτή είναι να πολεμάει και να προσπαθεί να εμποδίσει όσους περνούν από τον εναέριο αυτό δρόμο. Συμβούλευε λοιπόν συνεχώς: “Φορέστε την πανοπλία του Θεού, για να μπορέσετε ν’ αντισταθείτε την πονηρή μέρα, ώστε να καταντροπιαστεί ο εχθρός, αφού δεν θα έχει να πει κανένα κακό εναντίον μας” (Έφ. 6:13. τι τ. 2:8).
Κάποτε άλλοτε, συζήτησε με μερικούς επισκέπτες για την πορεία της ψυχής και για τον τόπο πού της έχει ετοιμαστεί μετά τη ζωή αυτή.

Την ίδια νύχτα κάποιος τον προσκάλεσε από ψηλά και του είπε:
- Σήκω, Αντώνιε. Βγές έξω και δες.
Σαν βγήκε λοιπόν έξω – γιατί γνώριζε σε ποίους πρέπει να υπακούει – και σήκωσε το βλέμμα του, είδε κάποιον ψηλό, απαίσιο και φοβερό, να στέκεται όρθιος και να φτάνει μέχρι τα σύννεφα. Και καθώς κάποιοι ανέβαιναν, λες και είχαν φτερά, εκείνος άπλωνε τα χέρια του και τους εμπόδιζε να περάσουν. Μερικοί όμως με το πέταγμά τους τον ξεπερνούσαν και ανέβαιναν ανενόχλητοι.
Γι’ αυτούς λοιπόν έτριζε τα δόντια του εκείνος ο ψηλός, ενώ χαιρόταν για όσους γκρεμίζονταν και αμέσως ακούστηκε μία φωνή να λέει στον Αντώνιο:
- Προσπάθησε να καταλάβεις αυτό πού βλέπεις.

Φωτίστηκε τότε ο νους του και κατάλαβε ότι το δράμα ήταν το πέρασμα των ψυχών στον ουρανό και ότι ο ψηλός εκείνος πού στεκόταν ήταν ο διάβολος, πού φθονεί τούς πιστούς. Αυτός κρατούσε και εμπόδιζε να περάσουν όσους ήταν δούλοι του, ενώ όσους δεν τον ακολούθησαν σ’ αυτή τη ζωή δεν μπορούσε να τούς πιάσει, γιατί περνούσαν ψηλότερα απ’ αυτόν.

Του αββά Ισαάκ

Ο Σωτήρας ονομάζει «πολλάς μονάς Του Πατρός» (πρβλ. Ιω. 14:2) τις πνευματικές βαθμίδες αυτών πού κατοικούν σ’ εκείνη τη χώρα, δηλαδή τις ποικιλίες (των πνευματικών χαρισμάτων) πού απολαμβάνει ο νους τους. Με τη φράση «πολλάς μονάς» (ο Κύριος) μίλησε όχι για τη διαφορά των τόπων, αλλά για την τάξη των χαρισμάτων. Και όπως ο καθένας απολαμβάνει τον αισθητό ήλιο ανάλογα με την καθαρότητα πού έχει ή οπτική του δύναμη και αντίληψη, (και όπως από ένα λυχνάρι πού φέγγει σ’ ένα σπίτι ή λάμψη φαίνεται διαφορετική στον καθένα) χωρίς το φως να μοιράζεται σε πολλές λάμψεις, έτσι και στον μέλλοντα αιώνα. όλοι οι δίκαιοι θα μένουν μαζί σ’ έναν τόπο, αλλά ο καθένας θα φωτίζεται και θα ευφραίνεται από τον νοητό Ήλιο, ανάλογα με την αξία και τα μέτρα της δικής του καθαρότητας.

Του αγίου Γρηγορίου Του Διαλόγου

Όταν έφτασε ο καιρός πού ο όσιος Βενέδικτος θα έφευγε απ’ αυτή τη ζωή και θα πήγαινε στό θεό, πρόβλεψε ο ίδιος τη μέρα του θανάτου του και την ανήγγειλε στους μαθητές του πού ζούσαν μαζί του και σ’ εκείνους πού έμεναν μακριά. Στους τελευταίους μάλιστα φανέρωσε πώς, με κάποιο σημείο πού θα γινόταν, θα μάθαιναν ότι ή ψυχή του έβγαινε από το σώμα. Έξι μέρες λοιπόν πριν από την κοίμησή του πρόσταξε να του ανοίξουν το μνήμα. Αμέσως τον έπιασε πολύ υψηλός πυρετός, πού του έψηνε κυριολεκτικά το σώμα. Την έκτη μέρα έβαλε τούς μαθητές του να τον μεταφέρουν στο ναό. Εκεί κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια και, ενώ υποβασταζόταν από τούς μαθητές του, στάθηκε όρθιος, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι έτσι, με υψωμένο βλέμμα και με λόγια προσευχής, παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του. Την ίδια στιγμή σε δύο αδελφούς, έναν πού έμενε στο μοναστήρι κι έναν άλλο πού κατοικούσε μακριά, εμφανίστηκε το ίδιο όραμα: Είδαν και οι δύο τους ένα θαυμαστό δρόμο, πού εκτεινόταν από το κελί του όσίου προς την ανατολή μέχρι τον ουρανό, όλον στρωμένο με λαμπρά ρούχα και μεταξωτά. Υπέροχοι άνδρες, κρατώντας λαμπάδες στα χέρια, ανέβαιναν αργά-αργά και με τάξη. Κοντά τους έστεκε κάποιος άλλος- λευκοφορεμένος άνδρας πού αστραποβολούσε. Αυτός ρώτησε τούς δύο αδελφούς:
Γνωρίζετε τίνος είναι τούτος ο δρόμος πού τον κοιτάτε με τόσο θαυμασμό;
Δεν γνωρίζουμε, απάντησαν οι αδελφοί.

Αυτός, τούς είπε εκείνος, είναι ο δρόμος από τον όποίο ανεβαίνει στον ουρανό ο αγαπημένος του Θεού Βενέδικτος.

Μόλις συνήλθαν και οι δύο τους από το όραμα, κατάλαβαν ότι άγιος είχε τελειώσει.